ΝΣΚ/141/2010
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Αναγνώριση του χρόνου απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, συνταξιούχου-εργαζομένου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Δυνατότητα επανυπολογισμού της ασφαλιστικής του κλάσης, βάσει του άρθρου 29 παρ. 7 εδ. γ΄ του ΑΝ 1846/1951.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Για τους καλλιτέχνες της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, οι οποίοι εξακολουθούν και μετά τη συνταξιοδότησή τους να απασχολούνται με την αυτή (καλλιτεχνική) ειδικότητα στον ίδιο εργοδότη (Ε.Λ.Σ.) τελούντες υπό καθεστώς αναστολής της σύνταξή τους, ισχύει η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 3518/2006, η οποία επιτρέπει σε αυτούς, όμως μόνο για το από 1-1-2002 και εφεξής χρονικό διάστημα, να αναγνωρίσουν ως συντάξιμο τον διανυθέντα μετά τη συνταξιοδότησή τους χρόνο, καθώς επίσης και να τον αξιοποιήσουν για τον επανυπολογισμό της σύνταξής τους, βάσει του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης κατάταξης των νέων – προερχομένων από τη νέα απασχόλησή τους – αποδοχών και υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι αυτοί έχουν πραγματοποιήσει 1.500 τουλάχιστον Η.Ε. υπό καθεστώς αναστολής καταβολής της σύνταξής τους.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/80/2025
Δυνατότητα ή μη αναγνώρισης ως συντάξιμου του χρόνου εργασίας συνταξιούχου του Δημοσίου, ο οποίος συνέχισε να απασχολείται στον δημόσιο τομέα μετά τη συνταξιοδότησή του, σε περίπτωση που δεν έχει λάβει χώρα πλήρης αναστολή της καταβολής της συντάξεώς του, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθ. 6 παρ. 1 του ν. 1379/1983. Ύπαρξη ή μη υποχρέωσης των οργάνων του e-ΕΦΚΑ να ενημερώνουν τους ασφαλισμένους για το ισχύον ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό νομικό πλαίσιο(..)Κατάσταση : Αποδεκτή Οι ασφαλισμένοι που έλαβαν σύνταξη από εργασία στο δημόσιο τομέα και συνέχισαν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους σε θέσεις του δημόσιου τομέα, λαμβάνοντας ταυτόχρονα τόσο τις αποδοχές της θέσης τους, όσο και τη σύνταξή τους (ή ποσοστό αυτής), δεν δικαιούνται να αξιοποιήσουν τον χρόνο απασχόλησής τους με την ιδιότητα του συνταξιούχου. Το συντάξιμο του σχετικού χρόνου απασχόλησης δεν αίρεται, αν ο συνταξιούχος υποβάλει αίτηση για την αναστολή καταβολής της σύνταξής του και περιορισθεί στη λήψη μόνο των αποδοχών της θέσης εργασίας του. Ο ανωτέρω θεσπιζόμενος περιορισμός συνιστά θεμιτή επέμβαση σε συνταξιοδοτική αξίωση, η οποία δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος και δεν αντίκειται στις προστατευτικές της περιουσίας διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Εφόσον οι προϋποθέσεις αξιοποίησης, ως συντάξιμου, του χρόνου εργασίας των εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα συνταξιούχων του Δημοσίου θεσπίζονται ρητά στο νόμο, δεν υφίσταται υποχρέωση των οικείων οργάνων του Ασφαλιστικού Οργανισμού να ενημερώνουν σχετικά τους ασφαλισμένους κατά το χρόνο συνταξιοδότησής τους. Η ενημέρωση για τις προϋποθέσεις αναγνώρισης χρόνου υπηρεσίας ως συντάξιμου ανάγεται στην αποκλειστική σφαίρα ευθύνης του διοικούμενου. Τέτοια υποχρέωση της Διοίκησης δεν προκύπτει ούτε από τις θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου της Κοινωνικής Ασφάλισης (ομόφ.)
ΝΣΚ/33/2011
α) Η απαγόρευση που θεσπίζουν οι διατάξεις των παρ.1 και 5 του άρθρου 58 του Π.Δ. 1041/1979, αναφορικά με τη μη αναγνώριση ως συντάξιμου στο Δημόσιο, καθώς και στους άλλους ασφαλιστικούς φορείς, του χρόνου ασφάλισης των συνταξιούχων γενικά του Δημοσίου ή του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ.6 του Ν. 1256/1982, οι οποίοι εξακολουθούν και μετά τη συνταξιοδότησή τους, να απασχολούνται σε επιχειρήσεις του τομέα αυτού, και να λαμβάνουν ταυτοχρόνως σύνταξη και αποδοχές, δεν επηρεάζεται από την έξοδο των επιχειρήσεων αυτών, από τον ειρημένο τομέα. (ομοφ.) β) Οι εν λόγω συνταξιούχοι, υπόκεινται και στους θεσπιζόμενους με τη διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 περιορισμούς (κατά 70 %) του ποσού της αποληπτέας σύνταξής τους, ακόμη και στη περίπτωση που, οι ως άνω, υπαγόμενες αρχικά στο δημόσιο τομέα του άρθρου 1 παρ.6 του Ν. 1256/1982, επιχειρήσεις στις οποίες παρείχαν αυτοί, μετά τη συνταξιοδότησή τους, τις υπηρεσίες τους, στη συνέχεια ιδιωτικοποιήθηκαν ή εξήλθαν από τον δημόσιο αυτό τομέα, στα πλαίσια των ρυθμίσεων του Ν. 3429/2005 ή άλλου νόμου. (ομοφ.)
ΝΣΚ/310/2011
Περικοπή ή μη του ποσού της σύνταξης και δυνατότητα ή όχι, αναγνώρισης ως συντάξιμου, του χρόνου ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίοι εξακολουθούν και μετά τη συνταξιοδότησή τους να εργάζονται σε επιχειρήσεις που, κάποτε ανήκαν στον δημόσιο τομέα, στη συνέχεια όμως, εξήλθαν απ’ αυτόν.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Η απαγόρευση που θεσπίζουν οι διατάξεις των παρ.1 και 5 του άρθρου 58 του Π.Δ. 1041/1979, αναφορικά με τη μη αναγνώριση ως συντάξιμου στο Δημόσιο, καθώς και στους άλλους ασφαλιστικούς φορείς, του χρόνου ασφάλισης των συνταξιούχων γενικά του Δημοσίου ή του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 παρ.6 του Ν. 1256/1982, οι οποίοι εξακολουθούν και μετά τη συνταξιοδότησή τους, να απασχολούνται σε επιχειρήσεις του τομέα αυτού, και να λαμβάνουν ταυτοχρόνως σύνταξη και αποδοχές, δεν επηρεάζεται από την έξοδο των επιχειρήσεων αυτών, από τον ειρημένο τομέα. (ομοφ.) β) Οι εν λόγω συνταξιούχοι, υπόκεινται και στους θεσπιζόμενους με τη διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 8 του Ν. 2592/1998 περιορισμούς (κατά 70 %) του ποσού της αποληπτέας σύνταξής τους, ακόμη και στη περίπτωση που, οι ως άνω, υπαγόμενες αρχικά στο δημόσιο τομέα του άρθρου 1 παρ.6 του Ν. 1256/1982, επιχειρήσεις στις οποίες παρείχαν αυτοί, μετά τη συνταξιοδότησή τους, τις υπηρεσίες τους, στη συνέχεια ιδιωτικοποιήθηκαν ή εξήλθαν από τον δημόσιο αυτό τομέα, στα πλαίσια των ρυθμίσεων του Ν. 3429/2005 ή άλλου νόμου. (ομοφ.)
152298/Σ48631/2021
Διαχείριση Α.Π.Δ. που περιλαμβάνουν αποκλειστικά εργαζόμενους σε καθεστώς αναστολής των συμβάσεων εργασίας τους, στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η ηλεκτρονική υποβολή Α.Π.Δ. κατά το άρθρο 69 Ν.4635/2019 »ΑΔΑ:Ψ13Β46ΜΑΠΣ-8ΦΦ
ΝΣΚ/274/2015
Υπάλληλοι της Βουλής με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) – Συνταξιοδοτικό καθεστώς.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Στους υπαλλήλους της Βουλής με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, από 1-1-2013 και εφεξής, θα εφαρμόζονται, από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς (ΙΚΑ κ.λπ.), όσον αφορά τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (όρια ηλικίας και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης), καθώς και τον υπολογισμό της σύνταξής τους, οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, ήτοι οι εκάστοτε ισχύουσες για τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους διατάξεις του π.δ. 169/2007 (άρθρα 1 παρ.1, 9 παρ.1 κ.λπ.). Αρμόδιοι για την συνταξιοδότηση των ως άνω υπαλλήλων είναι οι φορείς στους οποίους υπάγονταν και εξακολουθούν και μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 4111/2013 να υπάγονται ασφαλιστικά τα ανωτέρω πρόσωπα, καταβάλλοντας σε αυτούς και όχι στο Δημόσιο τις οικείες εισφορές (πλειοψ.).
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/248/2013
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά σε προηγούμενη νομική σκέψη (υπό ΙΙ Β), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, στον βαθμό που υπερβαίνει την αναλογία των 2/3 της εκ του νόμου υποχρεωτικής ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται βάσει του άρθρου 4 του π.δ/τος 125/1993. Και τούτο, διότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, βάσει των άρθρων 21 παρ.11 του ν. 3959/2011 και του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, όπως ισχύει, αναλόγως εφαρμοζομένου στο εν αναστολή τελούν νομικό επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, υποχρεούται σε καταβολή της ως άνω αναλογίας επί της ασφαλιστικής εισφοράς αναστολής, την οποία επιβάλλεται εκ του νόμου να καταβάλλουν οι υπηρετούντες σ’ αυτήν δικηγόροι και όχι σε καταβολή της ίδιας αναλογίας επί των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούν στην εκάστοτε επιλεγείσα από αυτούς ασφαλιστική κατηγορία, τα όσα δε αντίθετα προβάλλει η υπέρ της καταβολή των εισφορών νομικός με το από 27.7.2012 υπόμνημά της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η εν λόγω νομικός αλυσιτελώς επικαλείται την 408/25.7.2007 εγκύκλιο του Ταμείου Νομικών, συμφώνως προς την οποία, βάσει του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 1868/1989, οι απασχολούντες δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής οφείλουν να καταβάλλουν τα 2/3 της μονομερώς επιλεγμένης από τους τελευταίους ασφαλιστικής κατηγορίας, αφού ο νόμος δεν προβλέπει συναίνεση του Εργοδότη, καθόσον ανεξαρτήτως της μη περιβολής της εν λόγω εγκυκλίου με νομική δεσμευτικότητα (βλ. Ελ. Συν. πρ. Ι Τμ. 202, 50/2011, 153/2009), αυτή αφορά σε κατηγορία εμμίσθων δικηγόρων μη τελούντων σε καθεστώς αναστολής εν αντιθέσει προς τους νομικούς της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η ως άνω δε διάταξη εφαρμόζεται μόνο αναλόγως, κατ’ άρθρο 21 παρ. 11 του ν. 3989/2011 και όχι ευθέως στο επιστημονικό προσωπικό της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής, για το οποίο έχει κατά νόμο ανασταλεί η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Επίσης, η επίκληση αποφάσεως του ιδίου ως άνω Ταμείου ως προς την δυνατότητα του νομικού επιστημονικού προσωπικού των Ανεξαρτήτων Αρχών να επιλέγει αν και τελεί σε αναστολή, ασφαλιστική κατηγορία ανώτερη της εκ του νόμου υποχρεωτικής (βλ. την 179/3.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών), παρίσταται αλυσιτελής, δοθέντος ότι μία τέτοια επιλογή, εμπίπτουσα στο σύστημα της όλως προαιρετικής υπαγωγής σε ανώτερο επίπεδο ασφαλιστικής καλύψεως, ουδόλως συνεπάγεται ελλείψει σχετικής ειδικής προς τούτο ρυθμίσεως την αυτόθροη μετακύλιση στην Αρχή του αντιστοίχου ασφαλιστικού βάρους, ήτοι της αναλογίας των 2/3 όχι επί της εκ του νόμου υποχρεωτικής αλλά επί της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας (βλ. άλλωστε και την 181/17.10.2012 απόφαση της Διοικούσης Επιτροπής του Ταμείου Νομικών περί ευχέρειας και όχι υποχρεώσεως των Ανεξαρτήτων Αρχών να καλύψουν την αναλογία της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας που όμως θα διερρήγνυε κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενη νομική σκέψη τον αναγκαστικό χαρακτήρα των ισχυουσών για τους δημοσίους φορείς μισθολογικών και ασφαλιστικών διατάξεων). Τέλος, αβασίμως ισχυρίζεται τόσο η Επιτροπή Ανταγωνισμού με το έγγραφο υποβολής του οικείου τίτλου πληρωμής προς θεώρηση όσο και η υπέρ ης οι ασφαλιστικές εισφορές νομικός ότι διά της μη καταβολής της αναλογίας των 2/3 της αντιστοιχούσης στην επιλεγείσα από την τελευταία ασφαλιστική κλάση ετησίας εισφοράς επέρχεται η ασφαλιστική της υποβάθμιση και καθίσταται ασφαλιστικώς μη ενήμερη για το επίμαχο ασφαλιστικό έτος (2011). Και τούτο, διότι κατά τα προεκτεθέντα, η Ανεξάρτητη Αρχή υποχρεούται κατά νόμο σε κάλυψη των 2/3 της εισφοράς αναστολής της εν λόγω δικηγόρου, αφού αυτή συνιστά πλέον την ασφαλιστική υποχρέωση της τελευταίας έναντι του Ταμείου, τυχόν δε διατήρηση εκ μέρους της ανώτερης ασφαλιστικής κατηγορίας ανάγεται στην σχέση της ιδίας με τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς και στο σύστημα προαιρετικής μείζονος ασφαλιστικής καλύψεως, χωρίς να επιδρά στο ύψος της υποχρεωτικής συμμετοχής της Αρχής στην τακτική εισφορά αναστολής, όπως αυτή διαμορφώνεται στο νόμο.
ΝΣΚ/19/2005
Υπαγωγή ή μη πυροσβεστικών υπαλλήλων στο ισχύον μετά την 1η Ιανουαρίου 1993 ασφαλιστικό καθεστώς.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Πυροσβεστικοί υπάλληλοι, που διορίστηκαν μετά την 1-1-1993 στην Πυροσβεστική Υπηρεσία και πριν από την ημερομηνία αυτή ήταν ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. κατά την διάρκεια της πρακτικής ασκήσεώς τους μόνο για ασθένεια ή επαγγελματικό κίνδυνο (κλάδο ατυχήματος) και όχι για κύρια ασφάλιση θεωρούνται νέοι ασφαλισμένοι σύμφωνα με την έννοια των διατάξεων της παρ.5 του άρθρου 5 του Ν 2320/1995 (ΦΕΚ Α΄133), ήτοι υπάγονται στο ισχύον μετά την 1η Ιανουαρίου 1993 ασφαλιστικό καθεστώς.
ΝΣΚ/181/2003
Όροι εξοφλήσεως προπολεμικών ομολογιακών δανείων εξωτερικού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Για την εξόφληση ομολογιών προπολεμικών δανείων και των τίτλων που εξεδόθησαν προς εξόφληση των εξ αυτών υποχρεώσεων μετά την άρση της αναστολής εξυπηρετήσεώς τους, απαιτείται η προσκόμιση των σχετικών αξιογράφων.
ΝΣΚ/100/2014
ΙΚΑ ΕΤΑΜ – Τακτικό προσωπικό των ΝΠΔΔ που ασκεί εκπαιδευτικό έργο – Εφαρμογή ή όχι των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.4 του Ν. 3075/2002.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Το τακτικό προσωπικό των ΝΠΔΔ, όπως και ο Ο.Α.Ε.Δ., που υπάγεται στο Ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ (Ν. 3163/1955, όπως ισχύει) και ασκεί εκπαιδευτικό έργο, θεωρείται εκπαιδευτικό προσωπικό, με τη στενή έννοια του Δημοσίου, και έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ.4 του ν. 3075/2002 και του άρθρου 11 του ίδιου νόμου και δεν απαιτείται για την συνταξιοδότησή τους νέα νομοθετική ρύθμιση. Τα Μνημόνια που επακολούθησαν και εγκρίθηκαν από την Ελλάδα για την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 δεν αναιρούν ούτε τροποποιούν τα προεκτεθέντα.
ΝΣΚ/86/2011
Ειδικότεροι όροι απασχόλησης πρώην μελών Δ.Ε.Π. και νυν συνταξιούχων του Δημοσίου σε μεταπτυχιακά προγράμματα των Α.Ε.Ι. – Ανώτατο όριο αποδοχών.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
1. Συνταξιούχοι του Δημοσίου, πρώην μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., που παρέχουν διδακτικό έργο στα μεταπτυχιακά προγράμματα των Α.Ε.Ι., λαμβάνουν το 30% της δικαιούμενης σύνταξής τους, εφόσον η απασχόλησή τους υπερβαίνει τις 10 ώρες εβδομαδιαίως. 2. Για την καταβολή της αμοιβής τους για την απασχόλησή τους, έστω και με μειωμένο ωράριο, πρέπει να προσκομίζεται στον εκκαθαριστή των αποδοχών τους (Ε.Λ.Κ.Ε.), βεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης της Υπηρεσίας Συντάξεων, περί δήλωσης της κατοχής της θέσης, επί ποινή αναστολής της καταβολής των αποδοχών, σε περίπτωση δε καταβολής τους χωρίς την κατάθεση της ως άνω βεβαίωσης, θα πρέπει να τους καταλογίζεται με πράξη του αρμοδίου οργάνου (υπηρεσία συντάξεων) το ποσό που εισέπραξαν αχρεωστήτως με τη σύνταξή τους. 3. Οι συνολικές απολαβές αυτών (σύνταξη και αποδοχές) υπόκεινται μέχρι την 28-2-2010 στον περιορισμό του ανώτατου ορίου των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όπως είχαν διαμορφωθεί κατά την 20-8-2008, ενώ μετά την 1-3-2010 υπόκεινται στο όριο των αποδοχών του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, στο οποίο, όμως, από 19-5-2010 δεν συμπεριλαμβάνονται οι αμοιβές από κάθε είδους ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα που εκτελούνται από τους Ε.Λ.Κ.Ε. των Α.Ε.Ι., τα οποία χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από διεθνείς ή ιδιωτικούς πόρους. 4. Σε περίπτωση υπέρβασης των ως άνω ορίων θα πρέπει οι αρμόδιοι εκκαθαριστές (Ε.Λ.Κ.Ε.) να παρακρατούν ή να μεριμνούν για τον καταλογισμό υπέρ του οργάνου που κατέβαλε τα επιπλέον ποσά, σε περίπτωση δε είσπραξης υπερβάλλοντος ποσού αυτός που τα εισέπραξε οφείλει να το επιστρέψει και να προσκομίσει στον εκκαθαριστή αποδοχών το σχετικό αποδεικτικό κατάθεσής του κατ άρθρο 6 παρ.4 του Ν 1256/1982. (ομοφ.)