ΣΤΕ ΕΑ/17/2005
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΡΓΟΥ-ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ: Επειδή, προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν αντιφατική και ελλιπή, άρα πλημμελή αιτιολόγηση. Ειδικώτερα προβάλλεται ότι αν και από την απόφαση περί χαρακτηρισμού του επίδικου έργου ως ειδικής φύσης φαίνεται ότι το συγκεκριμένο σύστημα του διαγωνισμού με συμμετοχή συγκεκριμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων προκρίθηκε για το λόγο ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες θα προσκληθούν πρέπει να έχουν εκτεταμένη εμπειρία σε αντίστοιχα έργα, σχετική εμπειρία σε τέτοιου είδους κατασκευές και να δραστηριοποιούνται στη γύρω από την ..... περιοχή, παραταύτα, όμως, προσκλήθηκε, στη συνέχεια, και η εταιρία ......, που έχει το μικρότερο υπόλοιπο ανεκτέλεστο εργασιών, με το επιχείρημα της αύξησης του ανταγωνισμού. Συνεπεία τούτου η αιτιολογία αυτή είναι αντιφατική ως προς τα κριτήρια επιλογής των εταιρειών που έπρεπε να προσκληθούν, αφού η παρεμβαίνουσα εταιρεία, που υπέβαλε μάλιστα τελικώς τη χαμηλότερη οικονομική προσφορά, δεν έχει τα απαιτούμενα ειδικά προσόντα, ούτε δραστηριοποιείτο στην περιοχή της .... Συναφώς, προβάλλεται επίσης αναιτιολόγητο των προσβαλλομένων πράξεων, από την άποψη ότι δεν εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν προσκλήθηκαν να λάβουν μέρος στον επίμαχο διαγωνισμό και άλλες εργοληπτικές επιχειρήσεις από εκείνες που είχαν λάβει μέρος στον προηγούμενο που αφορούσε το αυτό έργο, αφού μάλιστα, όλες οι τότε μετέχουσες, όπως και η αιτούσα, είχαν γίνει τυπικά δεκτές από την Επιτροπή διαγωνισμού, ως πληρούσες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, και οι εργασίες της επίδικης εργολαβίας περιείχοντο στις εργασίες της αρχικής εργολαβίας.(...)Με τα δεδομένα αυτά, ο λόγος περί αναιτιολογήτου δεν πιθανολογείται σοβαρώς ως βάσιμος ούτε κατά το δεύτερο σκέλος του, περί μη προσκλήσεως προς συμμετοχή των εργοληπτικών επιχειρήσεων που είχαν συμμετάσχει στον προηγούμενο διαγωνισμό..
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ ΤΜΗΜΑ ΣΤ 142/2005
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΓΡΑΠΤΗ ΕΝΤΟΛΗ:Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 6η σκέψη της παρούσης αποφάσεως, ο ανάδοχος, επικαλούμενος την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, δικαιούται να ζητήσει τροποποιήσεις στη μορφή του έργου, την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, εάν δε ο κύριος του έργου απορρίψει το αίτημα αυτό, η σχετική άρνηση συνιστά πράξη βλαπτική για τα έννομα συμφέροντα του αναδόχου, ο οποίος νομιμοποιείται, αφού τηρήσει την ενδικοφανή διαδικασία του άρθρου 12 του ν. 1418/1984, να την προσβάλει με προσφυγή, προκειμένου να κριθεί από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο αν οι ζητούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου, περαιτέρω δε, αναλόγως της κρίσεως στο προηγούμενο ζήτημα, να κριθεί ποίος (ο κύριος του έργου ή ο ανάδοχος) βαρύνεται με το κόστος των εργασιών, οι οποίες έχουν τυχόν ήδη εκτελεσθεί από τον ανάδοχο, χωρίς προηγούμενη έγκριση των τροποποιήσεων αυτών από τον κύριο του έργου. Εν όψει των ανωτέρω, οι κρίσεις του δικάσαντος δικαστηρίου ότι η απόρριψη από την Διευθύνουσα Υπηρεσία, με το υπ’ αριθμ. .. έγγραφο, των τροποποιήσεων στη σύμβαση, τις οποίες είχε προτείνει η αναιρεσείουσα με τις από 9, 17 και 24.5.1994 επιστολές της, δεν συνιστά πράξη βλαπτική για τα έννομα συμφέροντα της αναιρεσειούσης και, περαιτέρω, ότι για τις εργασίες που εξετέλεσε η αναιρεσείουσα δεν οφείλεται αποζημίωση, απλώς και μόνον διότι αυτές εκτελέσθηκαν κατά τροποποίηση της συμβάσεως και παρά την ρητή άρνηση του ... να εγκρίνει τις τροποποιήσεις, στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που παρατίθενται στην 5η σκέψη της παρούσης αποφάσεως.Για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βάσιμα, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή..
ΣΤΕ/2598/2014
Δημόσια έργα:..Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για την καταβολή αποζημιώσεως στον ανάδοχο λόγω διαλύσεως της εργολαβίας χωρίς δική του υπαιτιότητα πρέπει προηγουμένως να έχει χωρήσει η τήρηση της διαδικασίας παραλαβής του έργου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, είναι ορθή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως αν στην προκειμένη περίπτωση, λόγω μη εκτελέσεως εργασιών και λόγω ελλείψεως υλικών και εγκαταστάσεων του αναδόχου, ήταν αναγκαία ή όχι η σύνταξη τελικής επιμετρήσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται πριν αρχίσει η εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του έργου, η διαδικασία παραλαβής παραλείπεται ως άνευ αντικειμένου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως του αναδόχου διενεργείται απ’ ευθείας από την προϊσταμένη αρχή, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 50 του π.δ/τος 609/1985 είναι εφαρμοστέο μόνον στην περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως οφείλεται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής του και όχι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται με πρωτοβουλία απλώς του φορέα κατασκευής του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 50 του π.δ/τος 609/1985, ερμηνευόμενη ως έχουσα την έννοια ότι προς καθορισμό της καταβλητέας στον ανάδοχο αποζημιώσεως απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας παραλαβής και στην περίπτωση που η διάλυση συντελέσθηκε πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες εκτελέσεως του έργου, είναι ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσης με τον ν. 1418/1984 σχετικής εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου προσδιορίζει αναλυτικώς το περιεχόμενο και τον τρόπο υπολογισμού της ως άνω αποζημιώσεως, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω εξειδικεύσεως της θεσπιζομένης με την λόγω διάταξη ρυθμίσεως με κανονιστική πράξη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984 θεσπίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της αποζημιώσεως του αναδόχου σε περίπτωση διαλύσεως της συμβάσεως χωρίς δική του υπαιτιότητα και δεν αποκλείει την θέσπιση της διαδικασίας για τον καθορισμό αυτής με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
ΝΣΚ/419/2002
Δημόσια έργα. Εργοληπτικές επιχειρήσεις. Εμπειρία εργοληπτικών επιχειρήσεων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Για τον υπολογισμό της εμπειρίας των εργοληπτικών επιχειρήσεων οι οποίες υπήχθησαν στην προβλεπόμενη από τα εδάφια 9, 10 και 11 της παρ.17 του άρθρου 4 του Ν 2940/2001, ειδική ρύθμιση, προκειμένου να συγχωνευθούν με άλλες εργοληπτικές επιχειρήσεις, θα ληφθεί υπόψη αυτή που απέκτησαν από την κατασκευή δημόσιων και ιδιωτικών έργων κατά το παρελθόν γενικώς και όχι μόνο κατά τα έτη 1998, 1999 και 2000.
Δ17γ/14/7/2002
Καθορισμός ποσού για απ’ ευθείας ανάθεση ή διαγωνισμού μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλουμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων για την εκτέλεση μικρών έργων ή εργασιών συντήρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, των Περιφερειακών Συστημάτων Υγείας (ΠεΣΥ) ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας.
ΝΣΚ/203/2002
Επανάκριση εργοληπτικών επιχειρήσεων κατά το Ν 2940/2001. Λήψη υπόψη της τεχνικής εμπειρίας που αποκτήθηκε από την κατασκευή ιδιωτικών έργων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Κατά την επανάκριση των εργοληπτικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν 2940/2001, λαμβάνεται υπόψη (μεταξύ των άλλων και) η εμπειρία από την κατασκευή ιδιωτικών έργων, ανεξάρτητα αν κατά την κατασκευή αυτών των έργων η επιχείρηση ήταν ή όχι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Εργοληπτικών Επιχειρήσεων.
ΕΣ/ΤΜ.6/1130/2012
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με την αίτηση αυτή το αιτούν επιδιώκει την ανάκληση της 21/2012 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στην κρινόμενη δε περίπτωση στη διακήρυξη του διαγωνισμού αναφερόταν η δυνατότητα σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης κατά τους όρους του νόμου, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η δυνατότητα επέκτασης του τεχνικού αντικειμένου ούτε η σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης σε περίπτωση προβλημάτων στη χρηματοδότηση του έργου, ήτοι χωρίς τη συνδρομή απρόβλεπτων περιστάσεων που αφορούν την ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, όπως επιχειρείται εν προκειμένω. Με τη βάση δε αυτή το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκρινε με την 170/2003 πράξη του ότι δεν κωλύεται η σύναψη της αρχικής σύμβασης, σε καμία δε περίπτωση με την κρίση του αυτή δεν νομιμοποίησε εκ των προτέρων τη σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων, για τις οποίες δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Ειδικά ως προς τις εργασίες διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου, ακόμα και αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι αυτές δεν αναφέρονται σε εργασίες πρασίνου και εν γένει διαμόρφωσης αυτού, αλλά σε εργασίες προστασίας της θεμελίωσης των κτιρίων, δεν συντρέχουν ομοίως οι προϋποθέσεις σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης. Τούτο, διότι πέραν του ότι δεν προκύπτει κατά πόσο οι εργασίες αυτές αφορούν στα κτίρια που εμπίπτουν στο αρχικό συμβατικό αντικείμενο ώστε να μη συντρέχει περίπτωση επέκτασης του τεχνικού αντικειμένου, το αιτούν δεν επικαλείται τη συνδρομή απρόβλεπτων περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάγκη πραγματοποίησή τους, ήτοι τη συνδρομή πραγματικών γεγονότων που προέκυψαν μετά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης και δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά το χρόνο σύνταξης των σχετικών μελετών. Ο προβαλλόμενος, εξάλλου, ισχυρισμός ότι η δυνατότητα επέκτασης του συμβατικού αντικειμένου στα κτίρια Δ και Ε δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 3 περ. ε΄ του π.δ. 334/2000 (δικαίωμα προαίρεσης) κατέστη γνωστή στους διαγωνιζόμενους με το άρθρο 203.2 της διακήρυξης, δεν ασκεί εν προκειμένω καμία επιρροή, διότι η επίμαχη σύμβαση φέρεται προς έλεγχο ως συμπληρωματική και όχι ως ενάσκηση του ανωτέρω δικαιώματος προαίρεσης, που υπόκειται σε διαφορετικές προϋποθέσεις και έχει διάφορη νομική βάση από την ισχύουσα για τη σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων. Εξάλλου, έχει προ πολλού παρέλθει το χρονικό διάστημα της τριετίας από την ανάθεση της αρχικής σύμβασης, εντός του οποίου περιοριζόταν η οποιαδήποτε δυνατότητα της Αναθέτουσας Αρχής να ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμά της και να εξαντλήσει την ανάθεση των υπολειπόμενων εργασιών των επίμαχων κτιρίων Δ και Ε. Επίσης, απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί συνδρομής συγγνωστής πλάνης, λόγω της ύπαρξης πάγιας νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς το εφαρμοστέο στις συμπληρωματικές συμβάσεις νομοθετικό καθεστώς. Για το λόγο αυτό το γεγονός ότι τα χρηματικά εντάλματα, που είχαν εκδοθεί σε εκτέλεση προηγούμενων όμοιων συμβάσεων, είχαν θεωρηθεί από την αρμόδια Υπηρεσία Επιτρόπου δεν αρκεί για τη θεμελίωση και αποδοχή του σχετικού αιτήματος. Τέλος, ο ισχυρισμός της αιτούσας περί πιεστικής ανάγκης μεταφοράς των εργαστηρίων της Ιατρικής Σχολής από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού τυχόν λόγοι προστασίας του δημοσίου συμφέροντος δεν μπορούν να θεμελιώσουν κατά το νόμο ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης.Δεν ανακαλει την 21/2012 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΕΣ/ΤΜ.6/3688/2012
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η ανάκληση της 494/2012 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει, αναφορικά με την υπό στοιχείο (ε) κατηγορία εργασιών (εργασίες συντήρησης πρασίνου) καθώς και τις συναφείς με αυτές μελέτες, ότι εν προκειμένω συνέτρεξαν πράγματι επείγουσες περιστάσεις που δικαιολογούν την άμεση πραγματοποίηση μέρους των επίμαχων εργασιών κατόπιν προφορικής εντολής της αναθέτουσας αρχής που καταχωρήθηκε στο ημερολόγιο του έργου. Τούτο δε διότι έχουν εκτελεσθεί μόνο οι εργασίες συντήρησης που ήταν απολύτως απαραίτητες για να επιζήσει και να μην καταστραφεί το πολύ μεγάλο σε έκταση και σημασία έργο πρασίνου και φύτευσης που έχει εκτελεσθεί. Περαιτέρω δε το Τμήμα κρίνει ότι συντρέχουν εν προκειμένω και απρόβλεπτες περιστάσεις που δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης για τις εργασίες αυτές. Τούτο διότι εν προκειμένω η ανάγκη εκτέλεσης των επίμαχων εργασιών οφείλεται στην μετάθεση του χρόνου περαίωσης του έργου συνεπεία της δημοσιονομικής κρίσης, όπως αναλυτικά αναφέρεται σε προηγούμενη σκέψη υπό στοιχείο V. Επιπλέον δε οι επίμαχες εργασίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση του έργου, από την εκτέλεση του οποίου δεν μπορούν να διαχωριστούν χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, δοθέντος ότι αφενός αποκαθιστούν το ισοζύγιο πρασίνου, όπως άλλωστε προβλέπεται και στους περιβαλλοντικούς όρους της εργολαβίας, σε ένα επιβαρυμένο περιβάλλον λόγω των πυρκαγιών του Αυγούστου 2007, αφετέρου συμβάλλουν αποτελεσματικά στη σταθεροποίηση των προβληματικών πρανών ορυγμάτων του αυτοκινητόδρομου. Κατά την ειδικότερη όμως γνώμη των μελών του Τμήματος με συμβουλευτική ψήφο, Παρέδρων, Αντιγόνης Στίνη και Ιωάννη Βασιλόπουλου, οι ανωτέρω υπό στοιχείο (ε) εργασίες και οι συναφείς με αυτές μελέτες δεν οφείλονται σε απρόβλεπτες κατά το χρόνο εκτέλεσης του έργου περιστάσεις, δεδομένου ότι αυτές έχουν ήδη περιληφθεί στο αντικείμενο της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης. Τούτο δε διότι δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι η προβλεπόμενη περίοδος συντήρησης για τα φυτά είναι διετής (ήτοι έως 28.10.2011), τουναντίον η εγκεκριμένη μελέτη πρασίνου - φύτευσης (βλ. παράγραφο 1.6) προβλέπει περίοδο συντήρησης τουλάχιστον για τα πρώτα τρία έτη της εγκατάστασης των φυτών (ήτοι έως 28.10.2012). Τέλος και ανεξάρτητα από τα παραπάνω, δημιουργούνται αμφιβολίες σχετικά με το εάν οι υπόλοιπες ανεκτέλεστες ποσότητες των ως άνω εργασιών (ποσοστό που ανέρχεται στο 50%) θα επαρκέσουν για τη συντήρηση των φυτών έως και το τέλος του έτους 2013, οπότε και λήγει η συμβατική προθεσμία περαίωσης του έργου (28.12.2013).Ανακαλεί εν μέρει την 494/2012 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου.
ΣΤΕ/1553/2017
Εκτέλεση δημοσίου έργου- τόκος υπερημερίας:..Επειδή, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι για τον υπολογισμό του οφειλόμενου στην αναιρεσίβλητη τόκου εφαρμόζεται το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 8 και 10, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, με την επιφύλαξη, πάντως, της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του εν λόγω διατάγματος, δηλαδή με την επιφύλαξη ότι οι κοινές διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση των συμβάσεων δημοσίων έργων δεν προβλέπουν ευνοϊκότερο για τον ανάδοχο επιτόκιο, οπότε εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη τόκο με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος που με αυτήν ορίσθηκε ότι ο καταβλητέος στην αναιρεσίβλητη τόκος για τα οφειλόμενα σε αυτήν ποσά πρέπει να υπολογισθεί με βάση το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, η υπόθεση δε, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος στο εκδόν την εν λόγω απόφαση δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει, ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 8 του π.δ. 166/2003, ποιά διάταξη προβλέπει το ευνοϊκότερο για την αναιρεσίβλητη επιτόκιο.
2/36123/0026/2014
ΘΕΜΑ: ΄΄Πληρωμή οφειλών ΔΕΚΟ΄΄( για τις οποίες δεν είχαν εκδοθεί κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος αποφάσεις ανάληψης υποχρέωσης) ΑΔΑ: ΒΙΦΙΗ-ΘΝΘ
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)209/2014
ΕΡΓΑΣΙΕΣ - ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ:Μη νόμιμη η καταβολή αμοιβής από Δήμο σε ιδιώτη για την εκτέλεση εργολαβίας σχετικά με την επισκευή και συντήρηση φωτισμού σε κοινόχρηστους χώρους του Δήμου, καθόσον οι υπηρεσίες αυτές που είχαν προεχόντως χαρακτήρα εργασιών, αφορούσαν σε αντικείμενο υπαγόμενο στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του προσωπικού του Τμήματος Ηλεκτροφωτισμού - Μηχανολογικών Έργων Κοινοχρήστων Χώρων και Κτιρίων του Δήμου, ενώ επιπλέον επρόκειτο, για συνήθεις, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εργασίες, δυνάμενες να εκτελεστούν από το υπάρχον προσωπικό, χωρίς να απαιτούνται προς τούτο ειδικές γνώσεις και εμπειρία (άρθρο 209 παρ. 4 και 9 του ΚΔΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 13 του ν. 3731/2008, ΦΕΚ Α΄ 263/2008 και 35130/739/9.8.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ΦΕΚ Β΄ 1291/2010). Αόριστος ο ισχυρισμός περί μη υπάρξεως κατάλληλων μηχανημάτων στο Δήμο.