×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Π.Υ.Σ.25/1988

Τύπος: Νόμοι και Διατάγματα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
ΦΕΚ: 52/Α/22.03.1988

Οριακές και κατευθυντήριες τιμές ποιότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του αζώτου και τροποποίηση των με αριθ.98 και 99/10.7.87 Πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Kαταργήθηκε με την αριθμ. 34 της 30.5.2002 ΦΕΚ-125 Α/2002


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Αριθ. ΑΗΠ/9238/332/2004

Oριακές και κατευθυντήριες τιμές ποιότητας της ατμόσφαιρας σε βενζόλιο και μονοξείδιο του άνθρακα. (ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την 14122/549/Ε. 103/2011,  ΦΕΚ-488 Β/30-3-2011 ΚΥΑ)


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/12/2019

Μεταφορά υγρού αζώτου :Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι ελεγχόμενες δαπάνες δεν είναι νόμιμες. Και τούτο διότι, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 του ν. 3580/2007, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 3846/2010, και 13 του ν. 3918/2011, το νοσοκομείο προέβη στην προμήθεια υγρού αζώτου σε τιμή 1,70 ευρώ/kg, ήτοι σε τιμή που υπερέβαινε κατά 0,60 ευρώ την αναρτημένη στο Π.Τ., κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τιμή του 0,89 ευρώ/lt (ή1,10 ευρώ/kg), στην οποία περιλαμβάνεται το κόστος μεταφοράς (βλ. τα 1711/3.4.2014 και 1586/10.4.2017 έγγραφα της Ε.Π.Υ. και βλ. πράξεις IV Τμ. 89, 83, 48/2015, ΚΠΕΔ στο ΙV Tμ. Πρ. 76/2017, 187, 87/2016, 259, 228, 184, 165, 145, 89, 54, 42, 34, 26, 25/2015, 207, 201, 122/2014). Σημειωτέον ότι και το ίδιο το νοσοκομείο στο 15695/29.10.2018 έγγραφό του αποδέχεται ότι «Η τιμή υγρού Αζώτου στην ανάρτηση στο Παρατηρητήριο συμπεριλαμβάνει το κόστος μεταφορικών». Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, δεν δύναται να τύχει εφαρμογής η νομιμοποιητική διάταξη του άρθρου 66 παρ. 28 του ν. 3984/2011. Τούτο, διότι με τη διάταξη αυτή νομιμοποιούνται, κατ’ εξαίρεση, δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων από προμήθειες ιατροτεχνολογικών προϊόντων, φαρμάκων και συναφών υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εναρμονισθεί με τις χαμηλότερες τιμές του Παρατηρητηρίου Τιμών, η οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν συντρέχει, εν προκειμένω, αφού η συμφωνηθείσα με την επίμαχη σύμβαση τιμή υπερβαίνει αυτήν του Παρατηρητηρίου Τιμών της Ε.Π.Υ.


ΝΣΚ/428/2001

Κοινοτικό Δίκαιο. Κοινοτικές ενισχύσεις του τομέα των εγγυήσεων. Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από δημόσια υπηρεσία σε κρατικό ν.π.ι.δ.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Η μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 13-29 του Ν 2637/98, όπως αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν με το άρθρο 4 Ν 2732/99, καταργουμένης ΓΕΔΙΔΑΓΕΠ που έχουν γεννηθεί κατά την υπ αυτής άσκηση των αρμοδιοτήτων πληρωμών και ελέγχων, ως και διαχειρίσεως του ΕΛΕΓΕΠ, προς τον ιδρυόμενο με τις ίδιες διατάξεις ΟΠΕΚΕΠΕ, η υποκατάσταση της πρώτης από τον δεύτερο ως διαδίκου στις εκκρεμείς δίκες, και η μεταβίβαση της κυριότητας των υπό καθεστώς δημοσίας αποθεματοποίησης προϊόντων, δεν χωρεί αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται ρητή νομοθετική πρόβλεψη, ενόψει των ουσιαστικών, και δικονομικών προνομίων που συνοδεύουν τα δικαιώματα της ανωτέρω εκχωρούσης αυτά δημόσιας υπηρεσίας. Η προβλεπομένη στο άρθρο 14 παρ.2 στοιχ.η του Ν 2637/98 άσκηση από τον ΟΠΕΚΕΠΕ των αρμοδιοτήτων που ασκούσε η ΓΕΔΙΔΑΓΕΠ κατ άρθρο 5 παρ.2 ΠΔ 385/94 σε θέματα αγοραστικής παρέμβασης, καταργήθηκε με το άρθρο 4 παρ.21 του Ν 2732/99, ως ασυμβίβαστη με τη μορφή του ΟΠΕΚΕΠΕ ως ν.π.ι.δ. Τούτο, διότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών αφορά στην κατ άρθρο 10 και 33 παρ.1 της Συνθήκης ΕΚ, υλοποίηση των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής για την σταθεροποίηση των αγορών, και την ασφάλεια των εφοδιασμών σε τρόφιμα σε λογικές τιμές για τους καταναλωτές, στην κατ άρθρο 4 παρ.1β του Κανονισμού 1258/99 προώθηση της εναρμονισμένης εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων, στην εξασφάλιση της κατ άρθρο 8 παρ.1α του αυτού Κανονισμού πραγματικότητας και κανονικότητας των χρηματοδοτουμένων από το ΕΓΤΠΕ πράξεων, και στην εν γένει ανάπτυξη του εθνικού τομέα της γεωργίας. Επομένως ανάγεται στην επιδίωξη σκοπών άσκησης της γενικής πολιτικής της χώρας, χάριν του γενικού συμφέροντος, και ανήκει κατ άρθρο 82 παρ.1 και 106 παρ.1 του Συντάγματος, στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της κεντρικής κρατικής διοίκησης (Υπουργείου Γεωργίας), από την οποία δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί δια νόμου, και να ανατεθεί στο, έστω κρατικό, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου του ΟΠΕΚΕΠΕ.


ΕλΣυν.Τμ.Μείζ.-Επταμελούς Σύνθεσης/2721/2014

Προμήθειες τροφίμων:ζητείται η αναθεώρηση της 2030/2014 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η αίτηση του και νυν αιτούντος για ανάκληση της 46/2014 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση του Δήμου .......-......, να γίνει δεκτή η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση της εταιρείας «……», να γίνει δεκτή εν μέρει η ασκηθείσα παρέμβαση της εταιρείας «……», να αναθεωρηθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη με την αίτηση 2030/2014 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να επιτραπεί: α) η υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών και της εταιρείας «…...» κατά το μέρος που αφορά στα είδη με α/α 15, 17, 18, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 43, 44, 60, 61, 98, 99 και 100, καθώς και στα είδη με α/α 47, 53 και 54, και β) η υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του Δημοτικού Βρεφοκομείου και της εταιρείας «……», κατά το μέρος που αφορά στα είδη με α/α 19 και 20. Αντιθέτως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναθεώρησης κατά το μέρος που αφορά στο είδος με α/α 18 και να μην επιτραπεί η υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του Δημοτικού Βρεφοκομείου Αθηνών και της εταιρείας «……» ως προς το είδος αυτό.(..)Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση αναθεώρησης του Δήμου .......-.......Δέχεται την παρέμβαση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……».Δέχεται εν μέρει την παρέμβαση της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……».Αναθεωρεί εν μέρει την 2030/2014 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.Αποφαίνεται ότι i) δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Δημοτικού Βρεφοκομείου του Δήμου .......-...... και: α) της εταιρείας με την επωνυμία «…….» κατά το μέρος που αφορά στα είδη με α/α 15, 17, 18, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 43, 44, 60, 61, 98, 99 και 100, καθώς και στα είδη με α/α 47, 53 και 54 και β) της εταιρείας με την επωνυμία «…….» κατά το μέρος που αφορά στα είδη με α/α 19 και 20 και ii) κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Δημοτικού Βρεφοκομείου του Δήμου .......-...... και της εταιρείας με την επωνυμία «….» κατά το μέρος που αφορά στο είδος με α/α 18.


ΕΣ/Τ6/129/2007

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/304/2010

Από τις ανωτέρω διατάξεις (3316/2005,2690/1999)διατάξεις , σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2690/1999, ΦΕΚ Α΄ 45), που ορίζει ότι: «Όπου ο νόμος, για την έκδοση διοικητικής πράξης, προβλέπει προηγούμενη γνώμη (απλή ή σύμφωνη) (…) άλλου οργάνου (…) η γνώμη (…) πρέπει να είναι έγγραφη, αιτιολογημένη και επίκαιρη κατά το περιεχόμενό της» αλλά και με τη γενική αρχή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η οποία απορρέει από τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς, συνάγεται, πλην άλλων, ότι η αξιολόγηση των προσφορών των υποψηφίων για την ανάληψη δημοσίας συμβάσεως μελετών πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, με την παράθεση, στο οικείο πρακτικό, των στοιχείων που ελήφθησαν υπ' όψιν για την επιλογή του αναδόχου (βλ. Πρ. VI Tμ. 168/2008, 253/2007). Η επιλογή αυτή λαμβάνει χώρα κατόπιν αξιολογήσεως, κατ' εκτίμηση των οριζομένων στο νόμο και τη διακήρυξη κριτηρίων, των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η δε βαθμολόγηση, ερειδομένη επί συγκριτικής εκτιμήσεως των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια (βλ. ΣτΕ 2321/2009, Ε.Α. ΣτΕ 541/2009 και πρβλ. ΕΑ ΣτΕ 1073/2008, 944/2007). Τέλος, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 3316/2005 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της οικείας διακηρύξεως, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (οδηγίες 2004/18 και 2004/17) και των εξ αυτού απορρεουσών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, συνάγεται ότι α) η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη, όλα τα κριτήρια για την ανάθεση του έργου τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει προς τον σκοπό όπως καταστήσει γνωστό στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους, τα κριτήρια αναθέσεως στα οποία πρέπει αυτές να ανταποκρίνονται, καθώς και τη σχετική τους σημασία (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Universale – Bau AG κ.λ.π. κατά Entsorgungsbetriebe Simmering Gmbh, C-470/99, σκ. 97 και 98), β) η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να εφαρμόζει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως που δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης κ.λ.π.. κατά Δήμου Αλεξανδρουπόλεως, C- 532/06, σκ. 34 έως 38 και πρβλ. ΣτΕ 798/2009, 4024, 1794/2008, ΣτΕ 3497/2006) και γ) τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα ερμηνεύουν κατά τον αυτό τρόπο, τα κριτήρια δε αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 Concordia Bus Finland Oy Ab και Ηelsingin Kaupunki,HKL –Bussiliikenne, C-513/99, σκ. 81 έως 83, της 18ης. 10.2001, SIAC Construction Ltd κατά County Council of the County of Mayo, C-19/00, σκ . 41 έως 44). Τεχνική αξιολόγηση.Μη νομίμως βαθμολογήθηκαν η γνώση των δεδομένων της περιοχής και η εμπειρία των συμπράξεων ως κριτήρια αξιολογήσεως, καθόσον αυτά δεν συγκαταλέγονται στα βαθμολογικά κριτήρια της διακηρύξεως, ενώ σε κάθε περίπτωση η εμπειρία δεν αποτελεί επιτρεπόμενο κριτήριο αναθέσεως


ΕΣ/ΚΛ.Ε/231/2018

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ..... Με τα δεδομένα αυτά και δοθέντος, περαιτέρω, ότι η δημοπρατούμενη σύμβαση στοχεύει σε συγκεκριμένο λειτουργικό τεχνικό αποτέλεσμα, ήτοι στην λειτουργική και ενεργειακή αναβάθμιση των επίμαχων χώρων, το αντικείμενο αυτής αφορά στην εκτέλεση δημοσίου έργου. Για το λόγο άλλωστε αυτό: α) με το άρθρο 2.2.4.1. της διακήρυξης  ορίσθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76 του ν. 4412/2016, ότι στο διαγωνισμό δικαιούνται να συμμετάσχουν εργοληπτικές επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες στο Μ.Ε.Ε.Π. για έργα κατηγορίας πρασίνου, καθώς και επιχειρήσεις που δεν είναι εγγεγραμμένες στο άνω Μητρώο αλλά ασκούν συναφή με το έργο επαγγελματική δραστηριότητα, εφόσον πληρούν τα κριτήρια επιλογής των άρθρων 2.2.5 και 2.2.6 αυτής (οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, τεχνική ικανότητα, βλ. άρθρα 75 και 76 παρ. 4 του ως άνω νόμου), β) το έργο εντάχθηκε στο Τεχνικό Πρόγραμμα Έργων του Δήμου και γ) με το άρθρο 4 της από 20.9.2017 προγραμματικής σύμβασης για την υλοποίησή του, μεταξύ του Δήμου .... και της Περιφέρειας Αττικής, είχε ρητά ορισθεί ότι θα δημοπρατηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημοσίων έργων.Με τα άρθρα 1.3 και 2.4.4 της διακήρυξης του ελεγχόμενου διαγωνισμού, ορίσθηκε ότι η σύμβαση θα ανατεθεί με κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει τιμής για το σύνολο της «υπηρεσίας», καθώς και ότι η προσφερόμενη τιμή της «παρεχόμενης υπηρεσίας» δίνεται σε ευρώ για το σύνολο του προϋπολογισμού, της προκύπτουσας από την άνω τιμή  έκπτωσης εφαρμοζόμενης σε όλες τις επιμέρους  τιμές εκάστου άρθρου αυτού. Με τις διατάξεις αυτές επιλέχθηκε, κατ’ ουσίαν, από την αναθέτουσα αρχή να συνταχθούν  και υποβληθούν οι  οικονομικές προσφορές με ενιαίο ποσοστό έκπτωσης, δυνατότητα που, με τις διατάξεις του άρθρου 125 του ν. 4412/2016, παρέχεται μόνο στην περίπτωση έργων με  εκτιμώμενη αξία μικρότερη των 60.000 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α., προϋπόθεση που στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει, με αποτέλεσμα να πλήττεται η νομιμότητα της κατακυρωτικής του αποτελέσματος του  διαγωνισμού απόφασης στην εταιρεία «Π2Κ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΙΚΕ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».Περαιτέρω μη νομίμως, με το άρθρο 2.4.3.2. της διακήρυξης, απαιτήθηκε, επί ποινή αποκλεισμού, η υποβολή φακέλου τεχνικής προσφοράς, αφού η δυνατότητα αυτή παρέχεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων άρθρα 92 παρ. 2 και 94 παρ. 1 του νόμου 4412/2016, μόνο στην περίπτωση  που εφαρμόζεται το άρθρο 50 (μελέτη - κατασκευή) και κριτήριο ανάθεσης είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει βέλτιστης σχέσης ποιότητας- τιμής. Όπως δε καταδεικνύεται, αφενός από το μικρό -σε σχέση με τη μη ιδιαίτερη τεχνική πολυπλοκότητα και τον μη ευκαταφρόνητο προϋπολογισμό του έργου – αριθμό οικονομικών φορέων που συμμετείχαν στο διαγωνισμό (5), αφετέρου από το γεγονός ότι μόνο οι δύο εξ αυτών υπέβαλαν πλήρη φάκελο τεχνικής προσφοράς, ο ως άνω μη νόμιμος όρος έδρασε ανασταλτικά στην ανάπτυξη ανταγωνισμού.Τέλος, λόγω της εσφαλμένης δημοπράτησης του ελεγχόμενου έργου ως προμήθειας - υπηρεσίας και της συνεπακόλουθης μη νόμιμης συνολικής απόκλισης της προκήρυξης από τους όρους  του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο πρότυπου τεύχους διακήρυξης ανοικτής διαδικασίας για τη σύναψη ηλεκτρονικών δημοσίων συμβάσεων έργων με κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά με βάση την τιμή (βλ. 29ΕΣ/2017 απόφαση Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. ΦΕΚ Β΄3074), μη νομίμως δεν προσδιορίσθηκαν στη διακήρυξη, αλλά ούτε και στη σύμβαση αποτυπώνονται, τα ποσά των απροβλέπτων, της  αναθεώρησης, καθώς και το έμμεσο κόστος της σύμβασης, ήτοι τα περιλαμβανόμενα στο συνολικό προϋπολογισμό του έργου και, κατ’ επέκταση, στην προσφορά της αναδόχου ποσά γενικών εξόδων και εργολαβικού οφέλους (βλ. άρθρο 53 παρ. 7 περ. θ ν. 4412/2016) . Οι ως άνω ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες πλήττουν τη νομιμότητα της διαδικασίας ανάθεσης του επίμαχου έργου και, ως εκ τούτου, κωλύουν την υπογραφή του υποβληθέντος σχεδίου σύμβασης για την υλοποίησή του.

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ  ΕΣ/ΤΜ.6/1070/2018


ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ


ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,