ΝΣΚ/341/2003
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Γεν. Γρ. Αθλητισμού. Η εγκεκριμένη επιχορήγηση αθλητικών φορέων είναι ενοχικό περιουσιακό τους δικαίωμα, δικαστικώς επιδιώξιμο, εκχωρήσιμο και ενεχυράσιμο. Προϋποθέσεις.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Επιχορήγηση που έχει εγκριθεί από τη Γ.Γ.Α. υπέρ συγκεκριμένου φορέα (Αθλητικής Ομοσπονδίας ή ν.π.ι.δ. τελούντος υπό κρατική εποπτεία, όπως το Ο.Α.Κ.Α. ή το Σ.Ε.Φ.) αποτελεί ενοχικό περιουσιακό δικαίωμα του φορέα αυτού, απαιτητό από της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως περί επιχορηγήσεως και μπορεί να εκχωρηθεί προς τρίτους ή να ενεχυριασθεί, για την εξασφάλιση απαιτήσεων τρίτων, υπό τους όρους του νόμου και τους όρους και περιορισμούς που τυχόν έχουν τεθεί στην εγκριτική απόφαση. Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που τελούν υπό κρατική εποπτεία διέπονται από τις ειδικές διατάξεις περί (χαμηλού) τόκου υπερημερίας του Δημοσίου μόνον εάν υπάρχει τέτοια ρήτρα στο οργανικό νομικό πλαίσιο αυτών.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/391/2003
Γεν. Γραμ. Αθλητισμού. Επιχορήγηση αθλητικών φορέων. Εκχώρηση προς τρίτους ή ενεχυρίαση. Προϋποθέσεις.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Επιχορήγηση που έχει εγκριθεί από τη Γ.Γ.Α. υπέρ συγκεκριμένου φορέα (αθλητικής ομοσπονδίας ή ν.π.ι.δ. τελούντος υπό κρατική εποπτεία, όπως το Ο.Α.Κ.Α. ή το Σ.Ε.Φ.) δεν μπορεί να εκχωρηθεί προς τρίτους ή να ενεχυριασθεί, για την εξασφάλιση απαιτήσεων τρίτων, χωρίς την έγκριση της σχετικής σύμβασης από τη Γ.Γ.Α. Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που τελούν υπό κρατική εποπτεία διέπονται από τις ειδικές διατάξεις περί (χαμηλού) τόκου υπερημερίας του Δημοσίου μόνον εάν αυτό προβλέπεται από ρητή διάταξη τυπικού νόμου υπέρ του συγκεκριμένου αυτού φορέα.
ΝΣΚ/136/2021
Δυνατότητα μετατροπής του Ινστιτούτου Γεωπονικών Επιστημών (ΙΓΕ) σε ν.π.ι.δ. και ανάληψη αρμοδιοτήτων του «Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού- Δήμητρα».(...)Το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών (ΙΓΕ), μπορεί να μετατραπεί από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.), χωρίς τούτο να έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση της διαθέτιδας Ι.Σ., υπό τον όρο όμως, ότι θα τεθεί υπό κρατική εποπτεία και ότι η διατεθείσα από την Ι.Σ. κοινωφελής περιουσία την οποία αυτό θα διαχειρίζεται να υφίσταται ως διακεκριμένη ομάδα περιουσίας με αυτοτελή διαχείριση (κατά πλειοψηφία). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 227/2018 Γνωμοδότησης του Α΄ Τμήματος.(
Ελ.Συν.ΚλΤμ.7/43/2017
Καταβολή επιδόματος προϋπολογισμού:Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις (ΙΙ, ΙΙΙ και IV) που προηγήθηκαν, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη διότι, κατά τον χρόνο καταβολής του επιδόματος προϋπολογισμού (έτος 2016) ίσχυε ο ν. 4354/2015, ο οποίος δεν προβλέπει τον εν λόγω επίδομα. Άλλωστε, το άρθρο της σχετικής συλλογικής σύμβασης που θεσπίζει αυτό το επίδομα είχε ήδη καταργηθεί πριν την 1η.1.2016, με τις διατάξεις του ν. 4024/2011, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου υπάγονται από 1.1.2013 και οι Δ.Ε.Υ.Α. Κατόπιν τούτου, ακόμη και υπό την υποστηριζόμενη από τους αιτούντες εκδοχή ότι, το σχετικό περιουσιακό δικαίωμα γεννάται κατά τον χρόνο σύνταξης του προϋπολογισμού και όχι κατά το επόμενο έτος καταβολής του επιδόματος, κατά τον χρόνο σύνταξης του προϋπολογισμού (έτος 2015) το σχετικό επίδομα είχε ήδη καταργηθεί και, συνεπώς, δεν πρόκειται για γεγενημένο περιουσιακό δικαίωμα του οποίου η κατάργηση θα μπορούσε να θέσει ζήτημα αντίθεσης προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ..Τέλος, η ανωτέρω κρίση δεν παραβιάζει το προσωρινό δεδικασμένο που απορρέει από την 649/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..... διότι το κύριο αίτημα της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για καταβολή των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις, στις οποίες προβλέπεται το επίμαχο επίδομα προϋπολογισμού, ρητώς απορρίφθηκε.
ΝΣΚ/103/2018
Επίσχεση εργασίας εργαζομένων σε εταιρεία που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση κατά τις διατάξεις των άρθρων 14Α και 14Γ του ν. 3429/2005 - Πληρωμή οφειλόμενων ποσών (μισθών και ασφαλιστικών εισφορών) από επιχορήγηση που προβλέπεται στο άρθρο 58 του ν. 4278/2014.Το δικαίωμα της επίσχεσης ασκήθηκε νόμιμα από τους εργαζόμενους στην τεθείσα υπό ειδική εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 14A και 14Γ του ν. 3429/2005, εταιρεία με την επωνυμία «ΗΚΜ ΕΠΕ». Συνεπώς νόμιμη είναι και η εντολή εκ μέρους του ειδικού εκκαθαριστή ττληρωμής ττρος τους τταραπάνω εργαζόμενους των οφειλόμενων ττοσών (μισθών και ασφαλιστικών εισφορών) που αφορούν στο χρονικό διάστημα της επίσχεσης, από τα ποσά των επιχορηγήσεων που εγκρίθηκαν από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εθνικής Άμυνας, σύμφωνα με το άρθρο 58 του ν. 4278/2014, αφού τα ποσά αυτά εμπίπτουν αναμφίβολα στην έννοια των «δεδουλευμένων αποδοχών».
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/229/2019
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η Ε.Ψ.Ε.Π. πράγματι δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 4354/2015. Και τούτο, διότι δεν ανήκει στο Κράτος ή σε ΟΤΑ υπό την έννοια της επίτευξης δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής της, κριτήρια που, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Έτσι, αν και μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ε.Ψ.Ε.Π. επιδιώκει κοινωφελή σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας, και επιπλέον τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας, εντούτοις δεν ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθόσον τα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου ορίζονται από τη Γενική Συνέλευση των μελών της, η πλειοψηφία των οποίων είναι ιδιώτες. Εξάλλου, ούτε στην δεύτερη κατηγορία της περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 μπορεί η Ε.Ψ.Ε.Π. να ενταχθεί των τακτικά επιχορηγούμενων, σε ποσοστό τουλάχιστον του 50% του ετήσιου προϋπολογισμού της, από τον κρατικό προϋπολογισμό νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε η Ε.Ψ.Ε.Π., στα οποία παρατίθενται τα συνολικά έσοδά της, ανά πηγή χρηματοδότησης, κατά τα κρίσιμα έτη 2013, 2014 και 2015, εφόσον κατά τα έτη αυτά διανύθηκε η προς αναγνώριση προϋπηρεσία (πρβλ. ΝΣΚ Γνωμ. 95/2019) της φερόμενης ως δικαιούχου υπαλλήλου, προκύπτει ότι σε κανένα από τα έτη αυτά η επιχορήγηση του Υπουργείου Υγείας προς την Ε.Ψ.Ε.Π. (πρόκειται για την προβλεπόμενη στην παράγραφο 5 του άρθρου 13 του ν. 2617/1999, σε συνδυασμό με την περίπτωση α΄ του άρθρου 28 του ν. 2519/1997) δεν ανήλθε σε ποσοστό τουλάχιστον 50% των ετήσιων εσόδων της. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τους προσκομισθέντες πίνακες εσόδων, η επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας προς την Ε.Ψ.Ε.Π. ανήλθε, κατά το έτος 2013, σε 822.162,00 ευρώ, έναντι συνολικών εσόδων της Ε.Ψ.Ε.Π. 2.960.221,11 ευρώ, κατά το έτος 2014, σε 616.549,42 ευρώ, έναντι συνολικών εσόδων 1.931.736,92 ευρώ, και κατά το έτος 2015, σε 511.569,24 ευρώ, έναντι συνολικών εσόδων 1.687.839,02 ευρώ (το 50% των εσόδων αυτών ανέρχεται σε 1.480.110,55 ευρώ για το έτος 2013, 965.868,46 ευρώ για το έτος 2014 και 842.919,51 ευρώ για το έτος 2015). Εξάλλου, δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη τα ποσά που καταβλήθηκαν κατά τα ίδια έτη στην Ε.Ψ.Ε.Π. από τα ασφαλιστικά ταμεία (ΕΟΠΥΥ, ΟΓΑ, ΙΚΑ) ως ειδικό ενοποιημένο νοσήλιο, εφόσον η εν λόγω πληρωμή δεν συνιστά τακτική επιχορήγηση, αλλά αντίτιμο για την παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους ασφαλισμένους των ταμείων αυτών, βάσει συμβάσεων που συνάπτει η Ε.Ψ.Ε.Π., ως Μ.Ψ.Υ., με τα εν λόγω ταμεία. Ομοίως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη το ποσό που καταβάλλεται από εθνικούς πόρους στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμμάτων, εφόσον και στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί τακτικής επιχορήγησης, αλλά περί χρηματοδότησης για την υλοποίηση συγκεκριμένων προγραμμάτων. Ούτε, τέλος, από το 29005/26.3.2013 έγγραφο του Υπουργείου Υγείας προκύπτει ότι η Ε.Ψ.Ε.Π. χρηματοδοτείται τακτικά, σε ποσοστό άνω του 50% του προϋπολογισμού της, από τον ετήσιο προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας, μολονότι αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των αποδεκτών του, διότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι εντάσσονται στις ρυθμίσεις του Δεύτερου Κεφαλαίου του ν. 4024/2011 οι εργαζόμενοι στις Μ.Ψ.Υ. που ανήκουν σε Ν.Π.Ι.Δ. μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, εφόσον, δηλαδή υπό την προϋπόθεση, ότι επιχορηγούνται τακτικά και σε ποσοστό άνω του 50% από τον προϋπολογισμό του Υπουργού Υγείας και όχι σε κάθε περίπτωση. Εν κατακλείδι, εφόσον από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν προκύπτει ότι κατά τα κρίσιμα έτη 2013, 2014 και 2015 η κρατική επιχορήγηση της Ε.Ψ.Ε.Π. υπολειπόταν του 50% των ετήσιων εσόδων της, δεν πρόκειται για Ν.Π.Ι.Δ. της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν. 4354/2015 και δεν μπορεί να αναγνωριστεί η διανυθείσα σε αυτή προϋπηρεσία της φερόμενης ως δικαιούχου του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Ως εκ τούτου είναι μη νόμιμη η κατάταξή της σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο και η λήψη αναδρομικών αποδοχών, ενόψει και του γεγονότος ότι ο λοιπός χρόνος προϋπηρεσίας που της αναγνωρίστηκε στο ΚΑΠΗ….., διάρκειας 2 μηνών, δεν επαρκεί για τη λήψη επόμενου μισθολογικού κλιμακίου.
ΕλΣυν/Τμ.1/226/2011
Κατάργηση επιδότηση αγοράς κατοικίας.Με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 4002/2011, θεσπίζεται πάγια καταργητική της επιδότησης ρύθμιση, που καταλαμβάνει όλους τους υπαλλήλους ανεξαρτήτως του χρόνου υπηρεσιακής τους σύνδεσης με την προβληματική περιοχή, για το μετά την έναρξη ισχύος της διάστημα, χωρίς όμως να θίγονται ήδη γεγενημένες αξιώσεις υπαλλήλων που κατά τον χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού είχαν ήδη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις απόληψης της παροχής κατά τα ως άνω, δηλαδή, εκείνων οι οποίοι έχουν υποβάλει αιτήσεις στη Διοίκηση υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ν.3320/2005 και πληρούν τις κατά νόμο ουσιαστικές προϋποθέσεις γένεσης της αξίωσής τους. Και τούτο, διότι με την διάταξη αυτή δεν επιχειρήθηκε η αναδρομική κατάργηση της επιδότησης, δηλαδή η ανατροπή δικαιωμάτων που απέκτησαν, με βάση τις καταργούμενες ρυθμίσεις, οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε προβληματικές περιοχές, αλλά η για το μέλλον ολοσχερής κατάργηση της εν λόγω επιδότησης ακόμη και για τους υπαλλήλους εκείνους που είχαν τοποθετηθεί στην προβληματική περιοχή υπό το προηγούμενο ευνοϊκό καθεστώς των ν. 1943/1991, 2085/1992 και 3320/2005. Η ρύθμιση δε αυτή για την εφεξής κατάργηση της επιδότησης υπαγορεύτηκε από προφανείς δημοσιονομικούς λόγους (βλ. την συστηματική ένταξη της ρύθμισης σε άρθρο τιτλοφορούμενο «Δημοσιονομικές διατάξεις») αλλά και ενόψει των επικείμενων διαρθρωτικών μεταβολών στην στελέχωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών (βλ. και τον ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο - βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», ΦΕΚ Α΄ 226). Εφόσον όμως, ο νόμος αυτός δεν περιέχει οποιαδήποτε διάταξη, πάγια ή μεταβατική, που να αναφέρεται στους υπαλλήλους οι οποίοι είχαν ήδη αποκτήσει περιουσιακό δικαίωμα επί της εν λόγω επιδότησης ούτε προκύπτει από το περιεχόμενό του ότι για λόγους δημόσιου συμφέροντος αποσκοπεί στην ανατροπή των ήδη κεκτημένων περιουσιακών δικαιωμάτων, που απονεμήθηκαν στους υπαλλήλους, επίσης για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ως κίνητρο για την προσέλκυση και παραμονή τους στις ως άνω περιοχές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 4002/2011 ερμηνευόμενες σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, εξακολουθεί να καταβάλλεται η επιδότηση του άρθρου 10 του ν. 3320/2005 στους υπαλλήλους εκείνους οι οποίοι είχαν ήδη, πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4002/2011, θεμελιώσει δικαίωμα στην προβλεπόμενη από τις εν λόγω ευνοϊκές διατάξεις επιδότηση (πρβλ. ΣτΕ 2362, 722, 706, 689/2010, 405, 398/2009, 2784/2008, 1219/2007 και ΣτΕ 1702/2005).
ΕΣ/ΤΜ.6/298/2018
Αίτηση ανάκλησης της 339/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Παρίσταται εύλογος ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 28.1.2. όρος του σχεδίου της σύμβασης, με τον οποίο προβλέπεται το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης σε βάρος του Δημοσίου και αποζημίωσης του παραχωρησιούχου στην περίπτωση της μονομερούς κατάργησης ή τροποποίησης της σύμβασης παραχώρησης με νόμο, χωρίς την συμφωνία του παραχωρησιούχου, δοθέντος ότι με τον όρο αυτό δεν αποκλείεται καταρχήν η δυνατότητα του Δημοσίου να επέμβει κατά την διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης και να μεταβάλει με νόμο την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον οι ενέργειες αυτές υπαγορεύονται από το δημόσιο συμφέρον και επιβάλλονται για την κάλυψη των γενικών αναγκών των χρηστών. Άλλωστε, αντικείμενο του όρου αυτού αποτελεί η ρύθμιση και μόνο των συνεπειών μιας μονομερούς ενέργειας εκ μέρους του Δημοσίου σε μια σύμβαση παραχώρησης. Εν προκειμένω, ο παραχωρησιούχος – ιδιώτης οφείλει, το μεν να χρηματοδοτήσει με τα αναγκαία ίδια και δανειακά κεφάλαια το έργο αυτό, το δε να κατασκευάσει τα αναγκαία έργα υποδομής καθώς και να λειτουργήσει και να συντηρήσει το Εμπορευματικό Κέντρο για μια περίοδο 60 ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παραχώρησης με αντάλλαγμα το δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου. Εξάλλου, λόγω της φύσης της σύμβασης αυτής στον ανάδοχο – παραχωρησιούχο μετακυλίεται ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου «λειτουργικού κινδύνου» που εμπεριέχει την πιθανότητα μη απόδοσης ολόκληρης της επένδυσης, αλλά και μη ανάκτησης του κόστους λειτουργίας των έργων ή της παροχής των υπηρεσιών που του έχουν ανατεθεί. Η απουσία δε μιας τέτοιας προστατευτικής ρύθμισης θα ισοδυναμούσε με ανάληψη από τον παραχωρησιούχο ενός επιπλέον κινδύνου, ο οποίος κείται εκτός της σφαίρας ευθύνης του και επιρροής του. Σε κάθε περίπτωση, με τη διατήρηση του όρου αυτού στο σχέδιο της σύμβασης δεν παρέχεται πλεονέκτημα στον παραχωρησιούχο με την ευνοϊκή του μεταχείριση, ούτε αυτό δύναται να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση υπέρ αυτού κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, για να χαρακτηρισθεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου (107 ΣΛΕΕ) πρέπει να πληρούνται σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από την διάταξη αυτή, ήτοι : α) να πρόκειται για παρέμβαση του Κράτους και η παρέμβαση αυτή πρέπει να γίνεται με κρατικούς πόρους β) να παρέχεται πλεονέκτημα στον αποδέκτη αυτής, υπό την έννοια ότι ευνοούνται συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές γ) η παρέμβαση να είναι ικανή να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές και δ) η παρέμβαση αυτή να είναι ικανή να νοθεύσει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Όλες δε οι ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να χαρακτηρισθεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση. (αποφάσεις Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαρτίου 1990,C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής «Τubemeuse», Συλλογή 1990, σ.Ι -959, σκέψη 254 της 16ης Μαΐου 2002, C -482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ.Ι-4397, σκέψη 68, και της 24ης Ιουλίου 2003,C 280/00 Αltmark Trans και Regeirungspasidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. Ι -7747, σκέψη 74, απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2006, Τ 34/02 Le Levant 001κ.λ.π. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ.ΙΙ 267, σκέψη 110). Εξάλλου, αποζημίωση καταβαλλόμενη για την αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από το Κράτος Μέλος δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ.1 ΣΛΕΕ. (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου επί των υποθέσεων C-106-120/1987, ΑΣΤΕΡΙΣ ΑΕ κλπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 1988, σελ.05515, σκ.23 και 24, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 1999/268/ΕΚ της 20ης Ιανουαρίου 1999).(..)Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να γίνουν δεκτές με την ειδικότερη προαναφερθείσα ως προς την αιτιολογία του μέλους του Τμήματος Γεωργίου Βοϊλη, Συμβούλου, και να ανακληθεί η Προσβαλλόμενη Πράξη κατά το μέρος που αφορά, τόσο τις επισημάνσεις του Κλιμακίου όσον αφορά τα άρθρα 28.1.1. και 28.1.3. του σχεδίου της σύμβασης οι οποίες κρίνονται μη αναγκαίες και πρέπει να μην συμπεριληφθούν στο σχέδιο της σύμβασης, όσο και ως προς όρο που προβλέπεται στο άρθρο 28.1.2. του σχεδίου της σύμβασης περί του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης σε βάρος του Δημοσίου και αποζημίωσης του παραχωρησιούχου, ο οποίος, παρά την αντίθετη κρίση του Κλιμακίου, πρέπει να διατηρηθεί.
Ανακαλεί την 339/2017 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/321/2011
ΔΑΝΕΙΑ:Με τα δεδομένα αυτά και έχοντας ελέγξει το υποβληθέν σχέδιο δανειακής σύμβασης, το Κλιμάκιο κρίνει ότι : α) Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 της σύμβασης δυνατότητα του Ταμείου να κηρύξει, χωρίς καμία διατύπωση, το σύνολο του δανείου ληξιπρόθεσμο και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής, στην περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης, αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2251/1994. Ειδικότερα, το δικαίωμα που επιφυλάσσει το προαναφερόμενο άρθρο στο συμβαλλόμενο πιστωτικό ίδρυμα να κηρύξει όλο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να ζητήσει το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό του δανείου και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, σε περίπτωση καθυστέρησης και μίας μόνο ετήσιας δόσης του δανείου ή κάθε είδους τόκων και εξόδων, σαφώς επιβάλλει στον Δήμο, για την περίπτωση αυτή, σημαντική, χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση. (…)Ούτε άλλωστε το αναφερόμενο στον όρο 6 της συμβάσεως ποσοστό 13,67% των διερχόμενων το έτος 2010 ΚΑΠ που δηλώνεται ότι καλύπτει η ετήσια τοκοχρεωλυτική δόση του νέου δανείου αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον ανωτέρω όρο της παραγράφου 8, αφού το ποσοστό αυτό αναφέρεται στους ΚΑΠ έτους 2010, χωρίς περαιτέρω να αναλύεται και να αποδεικνύεται ότι υπολείπεται του τιθέμενου από τις ειδικότερες διατάξεις ορίου εκχώρησης των ΚΑΠ. (Πρ. Ζ’ Κλιμακίου 256/2011) γ) Ωσαύτως αόριστοι και συνεπώς μη νόμιμοι παρίστανται και οι όροι των παραγράφων 8β και 16 σύμφωνα με τους οποίους «8. Για την ασφάλεια του δανείου σε κεφάλαιο, κάθε είδους τόκους, τόκους των τόκων, έξοδα κ.λπ., ο οφειλέτης εκχωρεί στον δανειστή από τώρα και για όλη τη διάρκεια του δανείου : α…. β. όσα έσοδά του ήδη έχουν εκχωρηθεί με τις προηγούμενες δανειακές συμβάσεις, των προς ρύθμιση δανείων … 16. όλοι οι υπόλοιποι όροι (εξυπηρέτησης, ασφάλεια δανείου κ.λ.π.) θα εξακολουθούν να ισχύουν όπως αυτοί αναφέρονται στις αρχικές δανειακές συμβάσεις οι οποίες δε θίγονται από την παρούσα σύμβαση». (…)Περαιτέρω, ο ως άνω όρος ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στο Ταμείο σε περίπτωση παράβασης εκ μέρους του οφειλέτη οποιουδήποτε όρου της σύμβασης να κηρύξει όλο το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, στο μέτρο που συμπεριλαμβάνει και το όρο της παραγράφου 7 είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω (υπό στοιχείο α΄), μη νόμιμος. Τέλος, ε) είναι ομοίως αόριστος και εξ αυτού του λόγου μη νόμιμος, ο όρος της παραγράφου 10 του σχεδίου σύμβασης με τον οποίο προβλέπεται η υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Ταμείο τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα έσοδά του δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση του τελευταίου. Και τούτο διότι δεν εξειδικεύονται ποια μπορεί να είναι τα επιπλέον «ίδια» αυτά χρήματα που θα χρησιμοποιήσει ο Δήμος ..... για την αποπληρωμή του δανείου, ενόψει της εκχώρησης των αναφερόμενων στην παράγραφο 8 του σχεδίου εσόδων του Δήμου (Ελ. Συν. Πράξεις Ζ΄ Κλ. 62, 123, 256/2011, 49, 144/2010, 204/2009).
ΝΣΚ/76/2004
Κυριότητα καταλειπόμενων περιουσιών για εκτέλεση κοινωφελών σκοπών. Φορολογία. Απαλλαγές από ΦΜΑΠ. Κεφάλαια αυτοτελούς διαχείρισης.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Ι. α) Όταν δεν σκοπείται η ίδρυση ιδρύματος ως αυτοτελούς νομικού προσώπου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί ιδρύματος, αλλά οι διατάξεις περί δωρεάς υπό τρόπον, εγκαταστάσεως και κληροδοσίας υπό τρόπον και η κυριότητα περιέρχεται στα νομικά πρόσωπα στα οποία ανατέθηκε η εκτέλεση του ειδικού κοινωφελούς σκοπού κατά τις άνω ειδικότερες διακρίσεις. β) Αναφορικώς με τα ιδρύματα που συνιστώνται μετά το θάνατο του ιδρυτή, τα ιδρύματα αυτά κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του θανάτου του ιδρυτή και της εγκρίσεως του ιδρύματος θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου ότι υφίστανται σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα που αναφέρεται στην περιουσία που έχει ταχθεί από τον ιδρυτή υπέρ αυτών. Το άνω ίδρυμα αποκτά την περιουσία βάσει των διατάξεων του κληρονομικού δικαίου ήτοι αυτοδικαίως μεν αν έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος ή κληροδόχος ορισμένου αντικειμένου, ενώ αν πρόκειται περί άλλης φύσεως κληροδοσίας κλπ, αποκτά ενοχικό δικαίωμα να αποκτήσει από τον βεβαρυμένο την παροχή των περιουσιακών στοιχείων που του κληροδοτήθηκαν. γ) Αν η ιδρυτική πράξη είναι δικαιοπραξία εν ζωή ο ιδρυτής υποχρεούται μόλις συσταθεί το ίδρυμα να μεταβιβάσει σ’ αυτό την ταχθείσα περιουσία η οποία αποκτάται από το ίδρυμα. Το ίδρυμα έχει κατ’ αρχήν ενοχική αξίωση κατά του ιδρυτή και των κληρονόμων του για τη μεταβίβαση της ταχθείσης περιουσίας η οποία δεν αποκτάται αυτοδικαίως με τη σύσταση του ιδρύματος. δ) Όσον αφορά τις περιουσίες των παρ.3 και 4 του άρθρου 96 του ΑΝ 2039/39, λεκτέον ότι οι σχετικές διατάξεις συνιστούν απόκλιση από τις επί του θέματος ρυθμίσεις του ΑΚ και προβλέπουν ιδία διαδικασία περιελεύσεως των περιουσιών αυτών σε υφιστάμενα άλλα ιδρύματα ή νομικά πρόσωπα ή σε νέο κοινωφελές ίδρυμα. ΙΙ. Υποχρέωση καταβολής του φόρου και δη από τότε που γεννάται η σχετική φορολογική υποχρέωση, έχουν τα πρόσωπα που μνημονεύονται στην παρ.2 του άρθρου 22 του Ν 2459/97 αλλά και ο υπεισερχόμενος στη θέση κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας εκτελεστής της διαθήκης. ΙΙΙ. Οι απαλλαγές από το ΦΜΑΠ ορίζονται περιοριστικώς στο νόμο και χορηγούνται στα νομίμως συνιστώμενα ιδρύματα ως και στα ιδρύματα που εμπίπτουν στο άρθρο 114 ΑΚ. Στα υποτελή ιδρύματα ισχύουν οι απαλλαγές που αφορούν τα νομικά πρόσωπα στα οποία προσκολλώνται. IV. Τα κεφάλαια αυτοτελούς διαχειρίσεως για τα οποία δεν καθορίστηκε ίδιος τρόπος διοικήσεως δεν αποτελούν υποκείμενο του ΦΜΑΠ, αλλά αντί αυτών τέτοιο υποκείμενο αποτελούν τα νομικά πρόσωπα στα οποία ανατέθηκε η εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού. Ακολουθούν τη νομική μεταχείριση του νομικού προσώπου στο οποίο ανήκουν. Αν είναι πλείονα η περιουσία ενός εκάστου εξ αυτών προστίθεται στην περιουσία του νομικού προσώπου. Τα άνω υποτελή ιδρύματα δεν έχουν ίδιο αφορολόγητο όριο. (πλειοψ.)
ΕλΣυν.Τμ.4/67/2017
Προμήθεια ραδιοφαρμάκων:..ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 147/2017 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο παρόν Τμήμα ..τα επικαλούμενα σχετικά με την ανάθεση σε τρίτους φορείς της διενέργειας των ως άνω ανοικτών διαγωνισμών στο πλαίσιο υλοποίησης των Π.Π.Υ.Υ. 2012, 2013 και 2014 δεν στοιχειοθετούν απρόβλεπτες περιστάσεις, αλλά ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης των υπηρεσιών υγείας, στις οποίες περιλαμβάνονται, ενόψει της αρχής της ενότητας της Διοίκησης, τόσο οι υπηρεσίες που είναι αρμόδιες να προγραμματίζουν κεντρικά και να διενεργούν τις σχετικές διαδικασίες ανάθεσης όσο και οι νοσοκομειακές μονάδες για λογαριασμό των οποίων υλοποιούνται οι διαδικασίες αυτές ... Ως εκ τούτου, το αιτούν αβασίμως προβάλλει ότι η αρχή της ενότητας της Διοίκησης δεν αναιρεί την πιθανότητα παραλείψεων και καθυστερήσεων από μέρους των ασκούντων κρατική εποπτεία διοικητικών οργάνων. Πολλώ δε μάλλον, όταν οι εν λόγω παραλείψεις και καθυστερήσεις σαφώς ανάγονται και στη δική του σφαίρα δράσης και ευθύνης, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αποδεικνύεται ότι το αιτούν δεν φέρει υπαιτιότητα και ότι επέδειξε τη δέουσα μέριμνα, ώστε να εξασφαλίσει την έγκαιρη και κατόπιν νόμιμης διαδικασίας ανάθεσης προμήθεια ραδιοφαρμάκων, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι αιτήθηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 7 του ν. 3580/2007, την κατ’ εξαίρεση εξουσιοδότησή του να διενεργήσει δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό για την κάλυψη των αναγκών του για την ως άνω προμήθεια, ούτε ότι προέβη σε οποιαδήποτε σχετική όχληση προς τους αρμόδιους φορείς αναφορικά με την εξέλιξη των ενταγμένων στα ΠΠΥΥ 2012, 2013 και 2014 διαγωνισμών, παρά το μακρό χρονικό διάστημα που διέδραμε χωρίς αποτέλεσμα νόμιμης διαγωνιστικής διαδικασίας στο πλαίσιο των εν λόγω ΠΠΥΥ. Ο ειδικότερος, εξάλλου, ισχυρισμός ότι η αρχή της ενότητας της Διοίκησης δεν πρέπει να αποβαίνει σε βάρος του ιδιώτη, είναι απορριπτέος, προεχόντως, διότι προβάλλεται εκ συμφέροντος τρίτου και δη της ως άνω φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας, ενώ ο ισχυρισμός αυτού ότι ενδεχόμενη όχληση των αρμοδίων φορέων για τη διενέργεια των διαγωνισμών των Π.Π.Υ.Υ. 2012, 2013 και 2014 δεν θα επηρέαζε καθοριστικά την εξέλιξή τους, είναι απορριπτέος, προεχόντως, διότι στηρίζεται σε υποθετικά δεδομένα...Περαιτέρω, η επίμαχη δαπάνη δεν δύναται να θεωρηθεί νόμιμη, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 28 του ν. 3984/2011, όπως ισχύει, διότι, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται από το αιτούν η εναρμόνιση της επίμαχης συμβατικής τιμής με αυτήν του Παρατηρητηρίου Τιμών, ή εναλλακτικά, ελλείψει τέτοιας, με την τιμή που είχε συμφωνηθεί με την τελευταία συναφθείσα σύμβαση, κατόπιν τήρησης της νόμιμης διαδικασίας, για το ίδιο είδος.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου ... «...» για την ανάκληση της 147/2017 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο Τμήμα τούτο.