×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/306/2000

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ελληνική Αστυνομία. Αξιωματικοί. Αρμοδιότητα των Πειθαρχικών Συμβουλίων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Α.Ροδοκάλη, Πάρεδρος Αρμόδιο για την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό της εν λόγω πειθαρχικής υποθέσεως είναι το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Αξιωματικών, εφ όσον ο αναφερόμενος αστυνομικός κατέχει βαθμό της αρμοδιότητάς του, κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του από αυτό.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/70/2000

Ελληνική Αστυνομία. Απονομή Αριστείου Ανδραγαθίας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Α.Ροδοκάλη, Πάρεδρος Δεν δικαιούται Αριστείο Ανδραγαθίας αστυνομικός ο οποίος κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως δεν ενέπιπτε στην σχετική διάταξη, η δε νεώτερη νομοθεσία δεν έχει αναδρομική ισχύ.


ΝΣΚ/81/2000

Ελληνική Αστυνομία. Υπέρβαση του ανωτάτου επιτρεπτού ορίου απουσίας από την πρακτική εκπαίδευση, κατά τη φοίτηση στη Σχολή Αστυφυλάκων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Α.Ροδοκάλη, Πάρεδρος Η Διοίκηση οφείλει συμμορφούμενη προς τις ισχύουσες διατάξεις του Π.Δ/τος 352/1995, να απορρίψει το αίτημα των εν λόγω δοκίμων αστυφυλάκων περί συμμετοχής τους στις πτυχιακές εξετάσεις, ως μη νόμιμο, καθ όσον υπερέβησαν το ανώτατο επιτρεπτό όριο απουσίας από την πρακτική εκπαίδευση του Γ έτους, όπως τούτο ορίζεται με τις διατάξεις αυτές.


ΝΣΚ/305/2000

Πυροσβεστικό Σώμα. Σύμβαση προμήθειας προκατασκευασμένων οικημάτων για τη στέγαση υπηρεσιών του Π.Σ. Ερμηνεία συμβατικού όρου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Α.Ροδοκάλη, Πάρεδρος Oπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 2 της σύμβασης προμηθείας, των ειδικών όρων αυτής (παρ.5.5) και της τεχνικής προδιαγραφής του Παρ/τος Ε της Διακήρυξης, ερμηνευομένων σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 173, 200 Α.Κ., οι δαπάνες σύνδεσης των πάσης φύσεως εγκαταστάσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, Δήμου) με τα αντίστοιχα δίκτυα βαρύνουν τον κύριο του έργου, η δε προμηθεύτρια εταιρεία έχει την υποχρέωση να εκτελέσει τις εργασίες σύνδεσης και μόνον των εγκαταστάσεων με τις αντίστοιχες παροχές.


ΝΣΚ/235/2000

Ελληνική Αστυνομία. Δυνατότητα πρόσληψης στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, μέλους οικογένειας αστυνομικού υπαλλήλου που κατέστη ανίκανος σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, συνεπεία τραυματισμού του κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος Εισηγήτρια: Α.Ροδοκάλη, Πάρεδρος Στην προκειμένη περίπτωση, η άρνηση της Διοικήσεως θεωρείται ότι εκδηλώθηκε την 25.8.1999 ήτοι μετά την πάροδο τριμήνου από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως υπό της ενδιαφερομένης, την 25.5.1999, οπότε και στοιχειοθετήθηκε προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως σιωπηρή αρνητική πράξη της Διοικήσεως, την οποία η αιτούσα δεν προσέβαλε εντός εξήντα ημερών από της συμπληρώσεως τριμήνου. Παρά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη ότι η σχετική ένορκη διοικητική εξέταση δεν είχε περαιωθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.2738/1999 (9.9.99), η Υπηρεσία δύναται οίκοθεν, κατ εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοικήσεως αλλά και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος, εφ όσον μετά την ολοκλήρωση της ένορκης διοικητικής εξετάσεως κριθεί ότι στο πρόσωπο της αιτούσας συνέτρεχαν κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αιτήσεώς της, οι νόμιμες προϋποθέσεις, να ικανοποιήσει το υποβληθέν αίτημά της, εκδίδοντας θετική διοικητική πράξη προς θεραπεία της παραλείψεώς της να την προσλάβει ως υπάλληλο στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, κατ εφαρμογή της διατάξεως της παρ.4 του άρθρου 7 του Ν.1339/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.3 του άρθρου 5 του Ν.2452/1996. Στην περίπτωση αυτή εφ όσον η ως άνω παράλειψη συντελέσθηκε πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.2738/1999, ληπτέο υπόψη είναι το νομικό και πραγματικό καθεστώς του χρόνου της συντελέσεως της παραλείψεως (ν.2452/1996).


ΣΤΕ/256/2007

Δημοσίευση διοικητικών πράξεων:..Επειδή, εξ άλλου, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση .... - ...  με το υπόμνημα που κατέθεσε εντός της χορηγηθείσης σχετικώς προθεσμίας, προσκόμισε «αποδεικτικό δημοσίευσης» προς απόδειξη του γεγονότος ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 55 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, διαδικασία δημοσιεύσεως των κανονιστικών αποφάσεων των νομαρχιακών συμβουλίων. Στο εν λόγω αποδεικτικό αναφέρεται ότι τοιχοκολλήθηκε στον πίνακα αναρτήσεων του Νομαρχιακού Καταστήματος, ο πίνακας «με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης ως και τα άλλα θέματα που συζητήθηκαν στη συνεδρίαση της 28.12.2004 του Διευρυμένου Νομαρχιακού Συμβουλίου της Ν.Α. ..., με μνεία των αποφάσεων που λήφθηκαν, στον οποίο περιλαμβάνεται και το θέμα με τίτλο “Τέλη και πρόστιμα κατάληψης χώρων στο .... και το ... - Καθορισμός συντελεστών χρήσεως για έτη 2004 και 2005”». Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 33/2004 αποφάσεως του Νομαρχιακού Συμβουλίου, προκειμένου να καταστεί στοιχείο του φακέλου, το εκ των υστέρων περιελθόν στο Δικαστήριο αποδεικτικό επιδόσεως της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, να δοθεί δε η δυνατότητα στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ... να αποστείλει στο Δικαστήριο και τον αναρτηθέντα πίνακα, για το σχηματισμό πλήρους εικόνος ως προς το περιεχόμενο του δημοσιευθέντος κειμένου, επίσης δε, προκειμένου ο μεν αιτών να λάβει γνώση των ως άνω στοιχείων, η δε εισηγήτρια της υποθέσεως να διατυπώσει, σύμφωνα με το άρθρο 22 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), εισήγηση επί των τιθεμένων ζητημάτων.Επειδή, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ... πρέπει να αποστείλει το ως άνω ελλείπον στοιχείο εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσης αποφάσεως, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί και στους λοιπούς διαδίκους με επιμέλεια της Γραμματείας του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.


ΣτΕ/223/2017

Αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη εξαιτίας της παράνομης θέσεώς του σε αργία και της στερήσεως, για τον λόγο αυτό, του ημίσεος των αποδοχών του, καθώς και ποσό 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.(...)Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999 Α΄ 19), ορίζεται ότι: «Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αποφάσεως και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή». Όπως έχει κριθεί, η αυτοδίκαια θέση υπαλλήλου σε κατάσταση αργίας, σε περίπτωση κατά την οποία έχει επιβληθεί σε αυτόν, με απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου η ποινή της οριστικής παύσεως, δεν επιφέρει την λύση της υπαλληλικής σχέσεως ούτε την απώλεια της οργανικής θέσεως ή του κατεχομένου από τον υπάλληλο βαθμού ούτε αποτελεί πράξη απολύσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία ή πράξη εκτελέσεως της σχετικής αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, αλλά συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο, το οποίο συνεπάγεται την, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων των υπαλλήλων, κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής του υποθέσεως (ΣτΕ 2163/2004 7μ., επίσης πρβλ. ΣτΕ 1990/2014 Ολομ., 3622/2012, 4919/1995, 1241/1993, 140/1992, 1506/1989, 4635/1987). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, η διάταξη αυτή δεν τροποποιήθηκε, τόσο ως προς τις διαδικαστικές, όσο και ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις θέσεως του υπαλλήλου σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας, μετά την πρόβλεψη, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 2839/2000, οι οποίες τροποποίησαν τις ανωτέρω διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, ενστάσεως κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των πρωτοβαθμίων συμβουλίων. Το γεγονός δε αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η αυτοδίκαια αργία υπαλλήλου δεν αποτελεί, κατά τα ήδη εκτεθέντα, πράξη εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως, αλλά διοικητικό μέτρο που αποβλέπει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογεί την εφαρμογή του μέτρου αυτού, αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου από το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο. Εξάλλου, τυχόν αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, που θα εξαρτούσε την εφαρμογή του διοικητικού αυτού μέτρου από την προηγούμενη έκδοση αποφάσεως του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, θα αναιρούσε, λόγω της καθυστερήσεως, τον επιδιωκόμενο με το μέτρο αυτό σκοπό της άμεσης διασφαλίσεως του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επιβάλλει την άμεση απομάκρυνση του διωκόμενου υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο προβαλλόμενος λόγος ότι το δικάσαν δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2, 104, 121, 142, 144, 145 του Υπαλληλικού Κώδικα, δεχόμενο ότι για την αυτοδίκαιη αργία αρκεί η έκδοση αποφάσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου περί οριστικής παύσεως του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση αποφάσεως και από το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.8. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.Δια ταύταΑπορρίπτει την αίτηση.


ΣΤΕ/1452/2015

Διορισμός αναπληρωτή καθηγητή..Με τα δεδομένα αυτά, η μη ματαίωση της συζητήσεως των υποθέσεων της δικασίμου της 18ης.11.2010, μεταξύ των οποίων και της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας, ως εκ της αναστολής των εργασιών του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, λόγω της διενέργειας, στις 14.11.2010, επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών στον Δήμο .... και την Περιφέρεια .... και η μη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος εμπόδισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας να εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 16ης.11.2010 και να νομιμοποιηθεί ή να μεριμνήσει προκειμένου είτε να νομιμοποιηθεί άλλος δικηγόρος είτε να ζητηθεί αναβολή της υποθέσεως είτε να ενημερωθεί η αιτούσα, ώστε να εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση και αναπτύσσονται με το από 28.11.2013 υπόμνημα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, με το από 28.11.2013 υπόμνημα η αιτούσα ισχυρίζεται ότι, εφόσον με το μεταγενέστερο άρθρο 5 του ν. 3900/2010 (βλ. σκέψη 6) ο νομοθέτης θέλησε να μην επαναλαμβάνονται οι κοινοποιήσεις μόνον σε περίπτωση ματαίωσης της συζητήσεως των υποθέσεων λόγω έκτακτων περιστατικών, εξ αντιδιαστολής συνάγεται, ότι, υπό το εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 21 παρ. 5, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο [βλ. σκέψη 6]), σε περίπτωση ματαίωσης της συζητήσεως των υποθέσεων λόγω αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων, οι κοινοποιήσεις πρέπει να επαναλαμβάνονται. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προεκτέθηκε, η αναστολή των εργασιών του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18ης.11.2010 δεν συνεπαγόταν ματαίωση αλλά αναβολή της εκδίκασης των υποθέσεων της δικασίμου αυτής για νέες, ρητές και αναγραφόμενες στο οικείο έκθεμα δικασίμους και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε λόγος επανάληψης των κοινοποιήσεων. Επομένως, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας, δεν δικαιολογείται και η παρέκταση μέχρι την 2.2.2011, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, της προβλεπόμενης στο άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 δεκαήμερης προθεσμίας από τη συζήτηση, στις 16.12.2010, της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεώς της για την εμπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως επανασυζητήσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση που ασκήθηκε στις 11.2.2011, μετά δηλαδή την πάροδο της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας, δεν έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. Ως εκ τούτου, τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και ναι μεν ισχυρίζεται η αιτούσα ότι, σε δύο τουλάχιστον επικοινωνίες που είχε με την εισηγήτρια της υποθέσεως, στις οποίες εξέφρασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκδίκαση της υποθέσεώς της, ενέκρινε την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και εκφράσθηκε ρητώς από αυτήν η νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο αυτό πληρεξουσίου της δικηγόρου και, επομένως, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, κατά το άρθρο 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως, ήδη δε, προσκομίζεται το 2651/10.2.2011 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … (αριθμ. καταθ.: Π1193/14.2.2014), με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και της κρινόμενης αιτήσεως επανασυζητήσεως δικηγόρο ...., καθώς και προς τον συνυπογράφοντα την κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως δικηγόρο .... Πλην, όμως, ο ανωτέρω ισχυρισμός, ανεξαρτήτως του αν είναι ακουστός στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, είναι, σε κάθε πάντως περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 προϋποθέτουν την ύπαρξη έγκυρης, κατ’ αρχήν, νομιμοποιήσεως και δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος ή ο πληρεξούσιός του δικηγόρος δεν προσκόμισε κανένα από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 27 παρ. 1 - 2 του π.δ. 18/1989 νομιμοποιητικά στοιχεία, τέτοιο δε έγκυρο νομιμοποιητικό στοιχείο δεν συνιστά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που εκδήλωσε η αιτούσα για την εκδίκαση της υποθέσεώς της (ΣτΕ 4321/2010, 4443/2012, 2246/2013).