×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ/1016/2025

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Η Απόφαση 1016/2025 του Δευτέρου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασχολείται με έφεση κατά έξι καταλογιστικών πράξεων της Υπηρεσίας Επιτρόπου στην Περιφερειακή Ενότητα Ξάνθης. Οι πράξεις αφορούσαν την επιβολή καταλογισμού σε βάρος εκκαλούντων για διαχειριστικά ελλείμματα στον Δήμο Αβδήρων κατά τα έτη 2003 έως 2008. Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση για τους πρώτη, δεύτερη, τρίτο, τέταρτη, πέμπτο, έκτο, έβδομο και ένατη εκκαλούντες και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, κρίνοντας ότι η αξίωση αναπλήρωσης των ελλειμμάτων είχε υποπέσει στη δεκαετή παραγραφή του ν. 4820/2021. Ωστόσο, η έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τον όγδοο εκκαλούντα λόγω μη νομιμοποίησης του πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώ η δίκη κηρύχθηκε διακοπείσα για τη δέκατη εκκαλούσα λόγω θανάτου.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ/74/2024

Με την κρινόμενη έφεση και το από 25.5.2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής (ΑΒΔ 1764/2023) ζητείται η ακύρωση της 4/2019 πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Δωδεκανήσου.(...) Με τo δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η αξίωση αναπλήρωσης των επίμαχων ελλειμμάτων έχει υποπέσει στη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 39 του ν. 4509/2017. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, καθόσον η ως άνω διάταξη καταλαμβάνει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2, και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος της (22.12.2017) διαδικασίες καταλογισμού. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη εκδόθηκε στις 16.9.2019, ήτοι μετά την πάροδο 10 ετών από τη λήξη του έτους 2002, στο οποίο αφορούν τα επίμαχα ελλείμματα. Ως εκ τούτου, η αξίωση αναπλήρωσης των ελλειμμάτων αυτών είχε υποπέσει κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης στη δεκαετή παραγραφή, που συμπληρώθηκε στις 31.12.2012.



ΕΣ/ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ/794/2024

Με την υπό κρίση «αίτηση ακυρώσεως», η οποία αποτελεί στην πραγματικότητα έφεση, που παραπέμφθηκε ορθά προς εκδίκαση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου λόγω δικαιοδοσίας με την Α31/2023 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, ζητείται να ακυρωθούν α) η 282/2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Κεφαλονιάς, με την οποία καταλογίστηκαν οι εκκαλούντες, πρώην και νυν υπάλληλοι του πρώην Δήμου Κεφαλονιάς, ο πρώτος με το ποσό των 1.444,49 ευρώ, καθένας από τους δεύτερο έως και όγδοο με το ποσό των 1.525,67 ευρώ, ο ένατος με το ποσό των 1.477,04 ευρώ, ο δέκατος με το ποσό των 1.997,01 ευρώ, ο ενδέκατος με το ποσό των 1.451,11 ευρώ, ο δωδέκατος με το ποσό των 1.713,48 ευρώ, ο δέκατος τρίτος με το ποσό των 2.036,79 ευρώ, ο δέκατος τέταρτος με το ποσό των 1.401,98 ευρώ και η δέκατη πέμπτη με το ποσό των 1.586,61 ευρώ, τα οποία-ποσά-φέρεται ότι καταβλήθηκαν σε αυτούς αχρεωστήτως και β) η τεκμαιρόμενη από την άπρακτη πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας σιωπηρή απόρριψη από τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου-Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου της 282054/8.11.2017 ειδικής διοικητικής προσφυγής των εκκαλούντων κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης καθώς και να καταδικαστούν τα καθ’ ων στη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων.



ΕλΣυν.Τμ.7/282/2017

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΟΛΟΓΟΙ:ζητείται η ακύρωση της 9/2012 πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίο..πρέπει να αρθεί ο επίδικος καταλογισμός κατά το μέρος που αφορά στη δαπάνη αυτή, ποσού 20.390,48 ευρώ, που επιβλήθηκε σε βάρος των πρώτου και δεύτερου των εκκαλούντων, με την ιδιότητα του Δημάρχου και του Προϊσταμένου των Οικονομικών Υπηρεσιών (ο τελευταίος εκτελώντας και τα καθήκοντα του ταμία προέβη στην εξόφληση του Χ.Ε.), αντίστοιχα, οι οποίοι υπέγραψαν το επίμαχο χρηματικό ένταλμα, καθώς και σε βάρος των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου ... (τέταρτου, πέμπτου, έκτου, έβδομου, όγδοου, ένατου, ενδέκατης, δωδέκατου, δέκατου τρίτου, δέκατου πέμπτου, δέκατου έκτου και δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου των εκκαλούντων), που συμμετείχαν στη λήψη της 222/2003 απόφασης, με την οποία εγκρίθηκε η σχετική δαπάνη.(..) ο επίδικος καταλογισμός πρέπει να αρθεί κατά το μέρος που αφορά στη δαπάνη των 155 και 316/2004 Χ.Ε., που επιβλήθηκε σε βάρος των πρώτου και δεύτερου των εκκαλούντων, με την ιδιότητα του Δημάρχου και του Προϊσταμένου των Οικονομικών Υπηρεσιών, αντίστοιχα, της τρίτης των εκκαλούντων, η οποία με την ιδιότητα της ταμία του Δήμου προέβη στην εξόφληση των ανωτέρω χρηματικών ενταλμάτων, καθώς και των δέκατου τέταρτου και δέκατου έβδομου των εκκαλούντων, που συμμετείχαν στη λήψη των 29/26.7.2004 και 67/5.11.2004 αποφάσεων της Δημαρχιακής Επιτροπής, με τις οποίες εγκρίθηκαν οι σχετικές δαπάνες..όσον αφορά στις δαπάνες ποσού 1.652 και 2.266,26 ευρώ, που καταβλήθηκαν με τα 339 και 182/2004 Χ.Ε., για την προμήθεια υλικών περίφραξης και γραφικής ύλης, αντίστοιχα, οι εκκαλούντες προβάλλουν ότι η εκ των υστέρων (μετά την εκτέλεση της προμήθειας) λήψη της 13/7.6.2004 απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής περί απευθείας ανάθεσης των εν λόγω προμηθειών οφείλεται σε συνήθη πρακτική, που ακολουθείτο από τα αρμόδια όργανα του Δήμου λόγω της απειρίας τους, αλλά και της πεποίθησής τους ότι ενεργούσαν νομίμως.Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος,(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τους πέμπτο, έβδομο, δέκατη και δέκατο έβδομο των εκκαλούντων και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που τους αφορά. Περαιτέρω, να γίνει δεκτή εν μέρει η έφεση ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τρίτη, τέταρτο, έκτο, όγδοο, ένατο, ενδέκατη, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο και δέκατο όγδοο των εκκαλούντων, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που αφορά στον καταλογισμό αυτών με το συνολικό ποσό των 28.306,93 ευρώ (20.390,48 + 2.788,50 + 1.209,69 + 1.652 + 2.266,26), να αναβληθεί δε κατά τα λοιπά, η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου κατά τα ανωτέρω.


ΕλΣυν.Τμ.4/265/2015

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις το Δικαστήριο κρίνει ότι, η ιστορική αιτία του καταλογισμού, όπως αποτυπώνεται στην προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη παρίσταται ελλιπής, αφού το Κλιμάκιο με μια γενικόλογη κρίση περί της έννοιας του συνευθυνομένου και των πράξεων εν γένει των εκκαλούντων, αποφαίνεται για τον καταλογισμό τους, χωρίς στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξης να εξειδικεύεται ο χρόνος δημιουργίας των επιμέρους ελλειμμάτων, ο τρόπος με τον οποίο τα ποσά αυτά προέκυψαν και υπολογίσθηκαν με αναφορά σε κάθε επιμέρους αχρεωστήτως καταβληθείσα σύνταξη, καθώς και οι ειδικότερες διαχειριστικές πράξεις των εκκαλούντων, ως συνευθυνομένων, οι οποίες συνδέονται αιτιωδώς με τη δημιουργία εκάστου επιμέρους ελλείμματος. Ένεκα των ελλείψεων των ως άνω κρίσιμων για τη δημοσιολογιστική ευθύνη των εκκαλούντων στοιχείων, η προσβαλλόμενη πράξη στερείται ειδικής, πλήρους και σαφούς αιτιολογίας, η οποία δεν δύναται να συμπληρωθεί, ούτε άλλωστε συνάγεται από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, τα οποία είναι πάντως ελλιπή, ενώ δεν στηρίζουν την κρίση της προσβαλλόμενης πράξης, με συνέπεια το Τμήμα τούτο να μην δύναται να εκφέρει ασφαλή κρίση, αφού δεν προκύπτουν με σαφήνεια τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν τον κρινόμενο καταλογισμό..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης, να επιστραφεί το κατατεθέν παράβολο στους εκκαλούντες (βλ. άρθρο 73 παρ. 4 του ν. 4129/2013) και εκτιμωμένων των περιστάσεων να απαλλαγεί ο εφεσίβλητος Οργανισμός από τη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/365/2022

Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια μονιμοποίησης εργασιακών σχέσεων που καταρτίστηκαν κατά παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων θα προσέκρουε μετά την 18.4.2001, πέραν των ανωτέρω συνταγματικών και νομοθετικών απαγορεύσεων, αφενός μεν στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών, αφού σε μια τέτοια περίπτωση εμμέσως, δηλαδή με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης που θα αναγνώριζε τις αντίστοιχες συμβάσεις ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, θα μπορούσαν να συσταθούν κατ’ ουσίαν οργανικές θέσεις του δημόσιου τομέα και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μη νομοθετημένες και να μονιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικό των δημόσιων υπηρεσιών και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου κατά ρητή νομοθετική και συνταγματική επιταγή απαγορεύεται η μονιμοποίηση, αφετέρου δε, θα προσέκρουε στο πνεύμα των προπαρατεθεισών αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων, με τις οποίες προφανώς ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001, εκδήλωσε τη Βούλησή του για αποτροπή της συνέχισης μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία, ενώ αρχικά προσλαμβανόταν προσωπικό με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην συνέχεια διαπιστωνόταν ότι αυτές οι ανάγκες ήταν πάγιες και διαρκείς και για τον λόγο αυτό μονιμοποιούνταν το προσληφθέν προσωπικό, είτε μέσω του διορισμού του στην θέση μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων είτε μέσω της μετατροπής των σχετικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους ενδιαφερομένους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας κατά τις διατάξεις της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Έτσι η απασχόληση των εκκαλούντων επειδή συνήφθη κατά παράβαση τόσο της Συνταγματικής διάταξης όσο και της διάταξης του νόμου σε μη νομοθετημένες θέσεις του εφεσίβλητου δήμου και για τον λόγο αυτό καταρτίστηκαν συμβάσεις εργασίας υποχρεωτικά για ορισμένο χρόνο, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που οι εκκαλούντες καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Επιπλέον δεν συντρέχουν για τους εκκαλούντες οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 1, 2 εδ. σ’ και β`, 3 και 5 του π.δ. 164/2004 (γι’ αυτό και δεν γίνεται εξάλλου τέτοια επίκληση στην αγωγή) διότι οι συναφθείσες συμβάσεις εργασίας όχι μόνο δεν ήταν ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του προαναφερόμενου προεδρικού διατάγματος, το οποίο απαιτεί συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του για την εφαρμογή του, αλλά καταρτίστηκαν για πρώτη φορά πολύ μετά τη θέση σε ισχύ του, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εκκαλούσα προσλήφθηκε την 11.10.2013, ο δεύτερος στις 18.8.2015, ο τρίτος στις 11.10.2013, ο τέταρτος, πέμπτος και έκτη στις 6.8.2015, ο έβδομος στις 2.5.2011, ο όγδοος στις 19.11.2012, η ένατη στις 6.8.2015, η δέκατη στις 14.11.2013, η ενδέκατη και δωδέκατη στις 6.8.2015, ο δέκατος τρίτος στα 18.11.2013, ο δέκατος τέταρτος στις 6.8.2015, οι δέκατος πέμπτος, δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος στις 3.8.2015, ο δέκατος όγδοος και η δέκατη έβδομη στις 6.8.2015, η εικοστή, εικοστή δεύτερη, εικοστή τέταρτη και εικοστή πέμπτη στις 3.8.2015, ο εικοστός πρώτος και η εικοστή τρίτη στις 6.8.2015 και ο εικοστός έκτος εκκαλών στις 19.11.2012, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η προαναφερόμενη απασχόληση τους να υπαχθεί στην εφαρμογή του και να μετατραπούν με την εφαρμογή αυτού οι συμβάσεις εργασίας των εκκαλούντων σε ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η συνέπεια τυχόν καταστρατήγησης των διατάξεων περί σύμβασης αορίστου χρόνου (υποχρεωτική καταγγελία) είναι η υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης μετά από έγγραφη καταγγελία και όχι η μονιμοποίηση (ΑΠ 104/2022 ο.π). Η εκκαλουμένη άρα, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).


ΕλΣυν.Τμ.7/9/2018

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΥ:Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η προσβαλλόμενη πράξη, όσον αφορά στον καταλογισμό του εκκαλούντος, δεν διαλαμβάνει επαρκή και πλήρη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν διαλαμβάνει αφενός μεν τη νομική αιτία για την οποία καθίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ανωτέρω υπόλογος και, συνακόλουθα, υποκείμενο καταλογισμού, αφετέρου δε την ιστορική αιτία, ήτοι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του που να τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το διαπιστωθέν στην επίμαχη διαχείριση έλλειμμα. Η γενικόλογη αναφορά, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη, η οποία έχει συμπερασματικό και μόνο χαρακτήρα ως προς την ευθύνη του εκκαλούντος Δημάρχου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω παράθεση των συνδεόμενων αιτιωδώς με την πληρωμή δαπανών πράξεων ή παραλείψεών του, που φέρονται ως γενεσιουργές του ελλείμματος, δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία και δεν καταδεικνύει την οποιαδήποτε συμβολή του στη δημιουργία του εν λόγω ελλείμματος. Συγκεκριμένα στην προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται ότι ο εκκαλών, με  τη μη άσκηση της δέουσας εποπτείας και επίβλεψης, δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αν και το έλλειμμα προήλθε εξολοκλήρου από τη διαχειριστική τακτική που εφάρμοσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην κύρια εξωταμειακή διαχειριστική διαδικασία και ιδίως ο Αντιδήμαρχος Οικονομικών … με τις ανωτέρω ήδη αναφερθείσες 2041/17.12.1998 και 2021/4.12.1998 προδήλως παράνομες ειδικές εντολές πληρωμής. Άλλωστε και την εποπτεία στην όλη διαχειριστική διαδικασία την είχε εξολοκλήρου ο εν λόγω Αντιδήμαρχος Οικονομικών .., σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη 186/ 1998 απόφαση περί μεταβιβάσεως των σχετικών οικονομικών αρμοδιοτήτων του τέως Δημάρχου ..(παραιτηθέντος στις 28.5.1998) .. προς αυτόν. Η απλή αναφορά, όμως, στην δια παραλείψεως (με τη μη άσκηση εποπτείας) ανάμειξη του εκκαλούντος στη διαχειριστική διαδικασία, όταν μάλιστα η άσκηση αυτής έχει ήδη μεταβιβαστεί στον Αντιδήμαρχο, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του στη δημιουργία του ελλείμματος, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται και η, με συγκεκριμένο ενεργό τρόπο, ανάμειξή του στην εν λόγω διαχείριση. Ειδικότερα δεν προσδιορίζεται ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των αποδιδόμενων, με την προσβαλλόμενη πράξη, στον εκκαλούντα παραλείψεων και του διαπιστωθέντος ελλείμματος, που προήλθε από την εκταμίευση των ως άνω ποσών από τον ταμία του Δήμου, καθόσον μόνη, έστω η παράλειψη εποπτείας, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ιδιαίτερης διαχειριστικής δράσης, δεν καλύπτει το πραγματικό του απαιτούμενου αιτιώδους συνδέσμου στη διαδικασία δημιουργίας του ελλείμματος...Επομένως, αφού, πέραν της μη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης δεν καταδείχθηκε σ’ αυτή και η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραλείψεων του εκκαλούντος τέως Δημάρχου και των ελλειμμάτων στη διαχειριστική διαδικασία, η πράξη αυτή, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, είναι ακυρωτέα ως προς τον εκκαλούντα.