×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ7/13/2006

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Για τις περιπτώσεις όμως των δημοτικών επιχειρήσεων στους σκοπούς των οποίον περιλαμβάνεται και η πραγματοποίηση εσόδων, η αύξηση του κεφαλαίου τους δεν είναι επιτρεπτή, όταν ο προέχων ή ο μοναδικά ενεργός σκοπός τους είναι η πραγματοποίηση εσόδων.Επιπροσθέτως, η χρηματοδότηση αυτή συνιστά και ανεπίτρεπτη κρατική ενίσχυση και παραβιάζει το άρθρο 87 παρ. 1 της Συνθήκης της Ε. Κ.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τ7/13/2006

Για τις περιπτώσεις όμως των δημοτικών εκείνων επιχειρήσεων στους σκοπούς των οποίαν περιλαμβάνεται και η πραγματοποίηση εσόδων, τότε μόνο η αύξηση του κεφαλαίου τους με καταβολή του αντίστοιχου ποσού από το Δήμο δεν είναι επιτρεπτή όταν ο προέχων ή ο μοναδικά ενεργός σκοπός τους είναι η πραγματοποίηση εσόδων.


ΕΣ/Τ7/135/2008

Για την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου δεν συντάχθηκε πλήρης οικονομοτεχνική μελέτη και δεν αποδεικνύεται ότι η γενόμενη αύξηση συνδέεται όχι με την κάλυψη αποκλειστικά των λειτουργικών δαπανών αυτής και την αντιμετώπιση των οικονομικών της υποχρεώσεων, αλλά με την βελτίωση των παρεχόμενων απ' αυτή υπηρεσιών ή με την προσθήκη άλλων δραστηριοτήτων στους καταστατικούς της σκοπούς. Συνεπώς καταβολή αυξημένου κεφαλαίου από το Δήμο αποτελεί στην ουσία χρηματοδότηση της εν λόγω επιχείρησης, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 277 παρ.8 του ΔΚΚ, συνιστά δε και ανεπίτρεπτη κρατική ενίσχυση και παραβιάζει το άρθρο 87 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.


ΕΣ/ΤΜ.7/247/2010 (Ε΄ΔΙΑΚΟΠΩΝ)

Συμμετοχή Δήμου στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρίας.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις αιτιολογίες της μείζονας σκέψης το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη διότι δεν αποδείχθηκε ότι η γενόμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας …. Α.Ε. συνδέεται όχι με την κάλυψη αποκλειστικά των λειτουργικών δαπανών αυτής και την αντιμετώπιση των οικονομικών της υποχρεώσεων, αλλά με τη βελτίωση των παρεχόμενων απ’ αυτή υπηρεσιών ή με την προσθήκη άλλων δραστηριοτήτων στους καταστατικούς της σκοπούς. Συνεπώς η ως άνω καταβολή αυξημένου κεφαλαίου από το Δήμο αποτελεί στην ουσία χρηματοδότηση της εν λόγω επιχείρησης, η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 277 παρ.8 του Δ.Κ.Κ., συνιστά δε και ανεπίτρεπτη κρατική ενίσχυση και παραβιάζει το άρθρο 87 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.


ΝΣΚ/489/2006

Η χορηγούμενη από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας προς το εποπτευόμενο από αυτόν Ν.Π.Ι.Δ. «Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων» επιχορήγηση δεν υπόκειται στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Η ως άνω επιχορήγηση δεν συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 87 παρ. 1 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Κοινότητας.


ΔΕΚ/T-14/1996

Κρατικές ενισχύσεις - Προσφυγή ακυρώσεως - Απόφαση περατώσεως διαδικασίας εξετάσεως που κινήθηκε βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ - Έννοια της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.(....)Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο συνάγει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής, κατά την οποία η συμφωνία του 1995 δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συνεπώς, η απόφαση περατώσεως της διαδικασίας εξετάσεως που κινήθηκε σχετικά με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στη Ferries Golfo de Vizcaya φέρει το στίγμα παραβάσεως της διατάξεως αυτής και πρέπει να ακυρωθεί.  


ΕΣ/Τ7/0032/2008

Η καταβολή της αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου επιχείρησης για την κάλυψη αποκλειστικά λειτουργικών δαπανών αυτής και την ταμειακή της διευκόλυνση προκειμένου να εκπληρώσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τρίτους, χωρίς επέκταση των καταστατικών σκοπών και δραστηριοτήτων της, συνιστά ανεπίτρεπτη κατά νόμο οικονομική επιχορήγηση αυτής.Ανεπίτρεπτη οικονομική ενίσχυση, προσκρούουσα στο άρθρ. 87 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.


ΣΤΕ 2786/2007

Μεταφορά μαθητών:.Επειδή, ενόψει του ότι, όπως προεκτέθηκε σε προηγούμενη σκέψη, είναι νόμιμος ο όρος της διακήρυξης, κατά τον οποίο για την εκτέλεση της ένδικης υπηρεσίας απαιτείται στόλος ογδόντα λεωφορείων, και, λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτών, όπως ισχυρίζεται, διαθέτει ένα λεωφορείο, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι με δεδομένο τον κατά τα ανωτέρω απαιτούμενο αριθμό λεωφορείων, η αναθέτουσα αρχή δεν εφάρμοσε ορθά το μαθηματικό τύπο που προβλέπεται στο άρθρο 9 της ΚΥΑ ΙΒ/6071/26.8.1998, και ότι, ως εκ τούτου, προϋπολόγισε δαπάνη μεγαλύτερη της πραγματικής αξίας της υπηρεσίας. Ομοίως, τέλος, αλυσιτελής καθίσταται και ο λόγος ότι η διαφορά των 1.219.857,03 Ευρώ μεταξύ της πραγματικής αξίας της υπηρεσίας (η οποία, κατά τον αιτούντα, ανέρχεται στο ποσό των 1.904.039,50 Ευρώ) και της προϋπολογισθείσας δαπάνης (2.176.037,38 Ευρώ) συνιστά έμμεση κρατική ενίσχυση προς την υπέρ ης η ανάθεση εταιρία, η οποία αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 87 επ. του ενοποιημένου κειμένου της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην άρθρα 92 επόμ. της Συνθήκης). Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και διότι οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν είναι, κατ’ αρχήν, δεκτικές άμεσης εφαρμογής από το Δικαστήριο, αλλά εφαρμόζονται με πρωτοβουλία και ευθύνη της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 (πρώην 93) της Συνθήκης ...Επειδή, επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.


ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)276/2014

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Μη νόμιμη η καταβολή αμοιβής σε ιατρούς Νοσοκομείου, από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων κατά την ολοήμερη λειτουργία του νοσοκομείο καθόσον: α) η δαπάνη εντέλλεται σε βάρος εσφαλμένου Κ.Α.Ε., και επιπλέον η καταβαλλόμενη στο νοσοκομείο κρατική επιχορήγηση δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό,β) οι αμοιβές προς τους ιατρούς για τις υπηρεσίες που παρέχουν κατά το τμήμα της ολοήμερης λειτουργίας πέραν της τακτικής πρωινής καταβάλλονται μόνο, ειδικά και κατά προτεραιότητα από τα έσοδα που σχηματίζονται από αυτή τη λειτουργία,  γ) δεν πρόκειται για ληξιπρόθεσμες οφειλές που σχηματίσθηκαν μέχρι 31.12.2011, συνεπώς δεν επιτρέπεται η κρατική επιχορήγηση να χρησιμοποιηθεί για την εξόφλησή τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων  ν. 4093/2012 και δ) οι εν λόγω αμοιβές για την καταβολή των οποίων το νοσοκομείο ενεργεί ως διαχειριστής, θεσπίζονται καταρχήν ως ποσά, τα οποία τα νοσοκομεία διαχειρίζονται και οφείλουν να αποδώσουν στους ιατρούς, αφού τα εισπράξουν για λογαριασμό των τελευταίων από τους υπόχρεους χρήστες των υπηρεσιών.


ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)2762015

Μη νόμιμη η καταβολή αμοιβής σε ιατρούς Νοσοκομείου, από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων κατά την ολοήμερη λειτουργία του νοσοκομείο καθόσον: α) η δαπάνη εντέλλεται σε βάρος εσφαλμένου Κ.Α.Ε., και επιπλέον η καταβαλλόμενη στο νοσοκομείο κρατική επιχορήγηση δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό αυτό, β) οι αμοιβές προς τους ιατρούς για τις υπηρεσίες που παρέχουν κατά το τμήμα της ολοήμερης λειτουργίας πέραν της τακτικής πρωινής καταβάλλονται μόνο, ειδικά και κατά προτεραιότητα από τα έσοδα που σχηματίζονται από αυτή τη λειτουργία, γ) δεν πρόκειται για ληξιπρόθεσμες οφειλές που σχηματίσθηκαν μέχρι 31.12.2011, συνεπώς δεν επιτρέπεται η κρατική επιχορήγηση να χρησιμοποιηθεί για την εξόφλησή τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων  ν. 4093/2012 καιδ) οι εν λόγω αμοιβές για την καταβολή των οποίων το νοσοκομείο ενεργεί ως διαχειριστής, θεσπίζονται καταρχήν ως ποσά, τα οποία τα νοσοκομεία διαχειρίζονται και οφείλουν να αποδώσουν στους ιατρούς, αφού τα εισπράξουν για λογαριασμό των τελευταίων από τους υπόχρεους χρήστες των υπηρεσιών.


ΝΣΚ/89/2007

Στέρηση σύνταξης δικαιούχου με βάση το άρθρο 13 παρ.4 του Ν 4491/1966, λόγω καταδίκης του για υπεξαίρεση. Αντισυνταγματικότητα ή μη της διάταξης. Παραβίαση κατοχυρωμένου δικαιώματος από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
1) Η διάταξη του εδαφ.α’ της παρ.4 του άρθρου 13 του Ν 4491/1966 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντισυνταγματική για τους λόγους που αναφέρονται στη γνωμοδότηση του καθηγητή κ. Τ.Τ. Ο κρυπτοποινικός χαρακτήρας της εν λόγω διάταξης παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή non bis in idem (άρθρο 7 παρ.1 Σ) αλλά και τη συνταγματική επιταγή επιβολής της ποινής από τακτικό ποινικό δικαστήριο (άρθρο 96 παρ.1 Σ). Παράλληλα, η εν λόγω ρύθμιση παραβιάζει το σκληρό πυρήνα του δικαιώματος της κοινωνικής ασφάλισης, την αρχή του κοινωνικού κράτους και την ιδιοκτησία του δικαιούχου (άρθρα 22 παρ.5, 25 παρ.1 εδ.α’ και 17 παρ.1 Σ αντίστοιχα). Επιπλέον, η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει την θεμελιώδη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 εδ.δ’ Σ) και αντιβαίνει στην ύπατη καταστατική αρχή του Συντάγματος για προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ.1 Σ). 2) Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη «ποινή» επιβάλλεται από διοικητικό όργανο και όχι από τακτικό ποινικό δικαστήριο παραβιάζει το κατοχυρωμένο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ). Επιπλέον, εφόσον, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η έννοια της ιδιοκτησίας καλύπτει και ενοχικά δικαιώματα, η στέρηση της σύνταξης από το δικαιούχο της παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία του προσώπου. 3) Αρμόδια για την αναγνώριση συγκεκριμένης διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής είναι τα δικαστήρια και όχι τα διοικητικά όργανα. Τα διοικητικά όργανα δεν έχουν την εξουσία να κρίνουν αν μία διάταξη νόμου είναι αντισυνταγματική. Διοικητική πράξη, η οποία εκδίδεται κατ’ εφαρμογή ισχύουσας διάταξης νόμου είναι νόμιμη και παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της. Μόνο σε περίπτωση που εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η οποία στα πλαίσια του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου, διαπιστώνει την αντισυνταγματικότητα συγκεκριμένης διάταξης νόμου, μπορεί να αναγνωριστεί η διοικητική πράξη που εκδόθηκε βάσει αυτής είναι παράνομη και κατ’ επέκταση ακυρωτέα και ανακλητέα. 4) Η απλή γνωμοδότηση του καθηγητή κ. Τ.Τ. δε δεσμεύει τη Διοίκηση. Η υπ’ αριθμ. 377/22/7.6.2006 ατομική διοικητική πράξη του ΟΑΠ-ΔΕΗ εκδόθηκε βάσει ισχύουσας διάταξης νόμου, καλύπτεται από το τεκμήριο νομιμότητας και παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που η συγκεκριμένη πράξη ήθελε θεωρηθεί ως παράνομη, κατά την κρατούσα άποψη, η Διοίκηση έχει τη διακριτική ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να την ανακαλέσει. Μόνο στην περίπτωση όπου ο ενδιαφερόμενος κ. Κ. επιλέξει να κινηθεί δικαστικά και εφόσον εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει τη διοικητική αυτή πράξη ως παράνομη και κατά συνέπεια, ακυρωτέα και ανακλητέα, γεννάται δέσμευση της Διοίκησης προς συμμόρφωση βάσει των αρχών του κράτους δικαίου, της νομιμότητας της δράσεως της Διοίκησης και της χρηστής διοικήσεως.